ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ: ΠΕΡΙ ΙΣΟΚΡΑΤΟΥΣ Ε΄

 



Στο προηγούμενο άρθρο εξετάσθηκαν οι διαπνεόμενες υπό των κειμένων του Ισοκράτους,  αλυτρωτικές και υπέρ του ελληνισμού ιδέες, ενώ έγινε μνεία για το παράδειγμα του Αγησιλάου. Εν τω παρόντι άρθρω, αποπειράται ο σχολιασμός μιας μερικώς σεσωσμένης επιστολής του επιφανούς ρήτορος προς τον Διονύσιο. Παραλλήλως, συγκρίνονται ορισμένα εδάφια με αυτά των συγχρόνων Ελλήνων εθνικιστών ως προς γεγραμμένα και τα πεπραγμένα.

Ο Ισοκράτης προσπαθούσε να επηρεάσει τα όχι μόνο, εντός της μητροπολιτικής Ελλάδος, πολιτικά πρόσωπα. Τουναντίον εστράφη και στον περιφερειακό ελληνισμό,  τον αποικιακό. Λόγου χάρη, στην Νότιο Ιταλία (Μεγάλη Ελλάδα). Στον Διονύσιο Β΄ τύραννο των Συρακουσών
απέστειλε επιστολή, η οποία σώζεται δυστυχώς όχι άρτια, καθώς επιβίωσε μόνο ο πρόλογος, δια μέσου των αιώνων. Ωστόσο, επαρκεί ως παροχή πληροφοριών για να ανιχνεύσει ο αναγνώστης το πολιτικό σκέπτεσθαι του συγγραφέως. Του λέει πως γράφει για το καλό εκ μέρους όλων των Ελλήνων και ότι το συμφέρον του χρήζει συμπλεύσεως με όλη την Ελλάδα. Αναφορικά, παρατίθενται μερικά αποσπάσματα.

«…ἐπειδὴ δ᾽ ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων σωτηρίας παρεσκεύασμαι συμβουλεύειν, πρὸς τίν᾽ ἂν δικαιότερον διαλεχθείην ἢ πρὸς τὸν πρωτεύοντα τοῦ γένους καὶ μεγίστην ἔχοντα δύναμιν;»

ΑΠΟΔΟΣΗ «…επειδή όμως, έχω προετοιμάσει τον εαυτόν μου, να συμβουλεύει για την σωτηρία των Ελλήνων, με ποιον θα ήταν ποιο σωστό να συζητήσω παρά με εκείνον που είναι πρώτος μέσα στο γένος και έχει μεγαλύτερη την δύναμη; [1]»

Αξιοπρόσεκτος είναι  ο χαρακτηρισμός πως ο Διονύσιος πρωτεύει ανάμεσα στο γένος, ήτοι το έθνος όπερ το σκέπτεσθαί του δηλώνει την θέαση του πολιτικού κόσμου του Ισοκράτους ως εθνική παρά τοπικίζουσα. Τούτο συνηγορεί πως ο Ισοκράτης απεμπολεί την τοπικιστική του διάθεση και ως προτεραιότητά του βρίσκονται οι ανάγκες όλου του Ελληνισμού.

«…εἴ τι πράττοις ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος ἀγαθόν, πῶς ἂν παραπέσοι καλλίων καιρὸς τοῦ νῦν σοι παρόντος;» [2].

ΑΠΟΔΟΣΗ «…αν έκανες κάτι για την Ελλάδα,  πως θα μπορούσε να υπήρχε για σένα καλύτερη ευκαιρία από αυτή;».

Εδώ παρατηρείται ότι ο οραματισμός του Ισοκράτους δεν παραμένει σε θεωρητικό επίπεδο αλλά ο ίδιος προσαρμόζει σε πραγματιστικό πλαίσιο. Επικαλείται έτσι την πρόθεση του Διονυσίου να ευεργετήσει το έθνος του κάτι που συμβαδίζει με την φιλοδοξία του Έλληνος ηγεμονος.

«Καὶ μὴ θαυμάσῃς, εἰ μήτε δημηγορῶν μήτε στρατηγῶν μήτ᾽ ἄλλως δυνάσης ὢν οὕτως ἐμβριθὲς αἴρομαι πρᾶγμα καὶ δυοῖν ἐπιχειρῶ τοῖν μεγίστοιν, ὑπέρ τε τῆς Ἑλλάδος λέγειν καὶ σοὶ συμβουλεύειν.»

ΑΠΟΔΟΣΗ «Και μην εκπλαγείς που χωρίς να είμαι πολιτικός ή στρατηγός ή να κατέχω κάποια πάλι μεγάλη δύναμη αναλαμβάνω τόσο σπουδαία υπόθεση και επιχειρώ τα σοβαρότερα πράγματα, να σου μιλήσω υπέρ της Ελλάδας και να σε συμβουλεύσω.»[3]

Εδώ διαφαίνεται ότι η εθνικοφροσύνη του ρήτορος, δεν μένει μετέωρη στον νου του, αλλά μεταβάλλεται από την σκέψη σε προθυμία για πράξη, παρά το ότι δεν κατέχει κάποιο πολιτικό αξίωμα.  Έτσι από την εθνικοφροσύνη, την υπέρ του έθνους φρόνηση, ο Ισοκράτης μεταβαίνει την επαναλαμβανόμενη πράξη προς επιβολή αυτής, δηλονότι τον εθνικισμό. Αυτή η πράξη διαφαίνεται και στα έργα όπου μέχρι βαθέως γήρατος συνέτασσε διετυμπάνιζε, επηρέαζε.  Συνδυάζοντας την ζωή του Ισοκράτους με την θεώρηση του Δημητρίου Βεζανή περί εθνικόφρονος και εθνικιστού, διαπιστώνεται ότι ο Ισοκράτης ακολουθεί τον δεύτερο όρο[4].

Ενδεικτικά ο Βεζανής γράφει: «ἄν  περαιτέρω ἐξαγάγωμεν ὅλας τὰς  ἀναγκαίας συνεπεῖας ἄπὸ ἀπόψεως  δεοντολογικῆς καὶ πολιτικῆς ἱδέας, εἰς ὅλας τας ἐκδηλώσεις τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καὶ ἐπιδιώξομεν τὴν πλήρη εφαρμογὴν της, τότε ἔχομεν ἐθνικισμὸν».

Ομοιοτρόπως με τον δευτερο ορο που αναφέρει ο Βεζανής, ο Ισοκράτης εφαρμόζει την εθνικόφρονα αντίληψη του Ηροδότου, ήτοι τους τέσσερεις πυλώνες του έθνους. Πρόκειται περί του ομογλώσσου (γλώσσα), του ομοδόξου (θρησκεία) του ομοηθούς (ήθη-έθιμα) και του όμαιμου (γενετική συνοχή και συνέχεια). Ο εκφωνηθείς λόγος του υπό το όνομα Πανηγυρικός, εκφωνήθηκε στα 56 αφότου χρειάσθηκε δέκα χρόνια για να τον τελειοποιήσει. Επί παραδείγματι, ο υπό το όνομα λόγος του Φίλιππος, εκφωνήθηκε στα 80 έτη, ο Περί τῆς Ἀντιδόσεως στα 82 ενώ ο Παναθηναϊκός στα 94 του.

Ο πρωτοεθνικιστής ρήτωρ, ενεργεί ως άτομο, μη περιμένοντας από την οποιαδήποτε μορφή εξουσίας των Αθηνών για να δραστηριοποιηθεί. Δεν υπάρχει κάποια κατάλληλη στιγμή γι’ αυτόν, αλλά ενυπάρχει σε εκείνον η σκέψη την οποία εκεινος προσπαθεί μεταβάλλει σε πράξη. Δεν τον ενδιαφέρει η μικροπολιτική ατιμία την οποία απεχθάνεται, αλλά δρα έστω και μοναχός. Περισσότερο επικεντρώνει  στην εφαρμογή  της εθνικής ιδέας. Αυτό θυμίζει πολύ παρόμοιες δράσεις ελλήνων εθνικιστών της συγχρόνου εποχής, όπως του Νεοκλέους Καζάζη,  του και του Ίωνος Δραγούμη.

Κατά τα γεγραμμένα του Νεοκλέους Καζάζη:

«Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀναμένηι τὴν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ τοῦ, δηλαδὴ τῆς εὐημερίας τοῦ μόνον ἀπὸ τὴν κυβέρνησιν;

Ὄχι. Κατ’ εξοχὴν ἀπό τὸν ίδιον τὸν ἐαυτὸν τοῦ»[5].

Λαμβάνοντας υπόψη τα πρώτα τρία άνωθεν, της επιστολής  εδάφια, ο αναγνώστης συμπεραίνει πως ο Ισοκράτης εκτός από τα βαθιά του πανελλήνια αισθήματα που διακατέχονται υπό του ιδίου,  απευθύνεται σε καταξιωμένους πολιτικούς με αλόγιστη πολιτική και στρατιωτική ισχύ. Ο Διονύσιος ο Α΄ πατέρας του Διονυσίου του Β΄, δεν ήταν το οποιοδήποτε πρόσωπο. Νίκησε αλλεπάλληλες φορές τους Καρχηδονίους απελευθέρωσε όλο το νησί διώκοντάς τους, κατέκτησε την Απουλία την Καλαβρία και την Λευκανία και δημιούργησε ή κατέκτησε Ελληνικές αποικίες και  αλλοεθνείς εκτάσεις, θέτοντας υπό την επιρροή του όλη την Αδριατική θάλασσα.  

Επισημαίνεται, ότι ο Ισοκράτης αρχικά διέκειτο με δυσμένεια απέναντί του Διονύσου εξαιτίας της ψυχροπολεμικής του στάσεως απέναντι στην Αθήνα. Ο Ισοκράτης, προλογίζει εισάγοντας ευστόχως στον παραλήπτη το θέμα της πανελληνίας συσπειρώσεως η οποία κατά τον αποστολέα συμπίπτει με την φιλόδοξη πολιτική του. Ούτως η άλλως, οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Καρχηδόνα ανέδειξαν τον Διονύσιο τον Α, σε έναν άριστο ηγέτη ο οποίος έπραξε ένα πανελλήνιο πολιτικό εγχείρημα, συσπειρώνοντας όλες τις Ελληνικές πόλης της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας εναντίον του βαρβαρικού, Καρχηδονιακού κράτους.

Συνεκδοχικά, ο Ισοκράτης αποτελεί τον άνθρωπο τόσο της σκέψεως, όσο και της δράσεως. Συγκαταλέγεται ως ένας από τους κύριους εκπροσώπους της πραγματώσεως της εθνικής θεωρείας στην πράξη. Δεν διστάζει να άρει το τοπικιστικό του συμφέρον εστιαζόμενος στο εθνικό. Δεν εμπιστεύεται την δημαγωγία της Αθηναϊκής δημοκρατίας και ως εκ τούτου δρα μοναχός.

 



[1] Ισοκράτους « Ἐπιστολαί», Διονυσίῳ, 7

[2] ο.π.,8

[3] ο.π.,9

[4]  Δημήτριος Βεζανής, Ἑλληνικὸς Ἑθνικισμὸς, εκδ. Πελασγός, Αθήνα, 2017, σελ.36.

[5] Νεοκλῆς Καζάζης, Ἐθνικῆ Κατήχησις, εκδ. Νέα Γενεά, Αθήνα, 2018, σελ. 18.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις