ΈΧΟΥΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΤΟΥΣ; ΜΕΡΟΣ Ζ΄

 



Ζ΄ ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ ΦΥΛΑ ΕΠΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥΣ: ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ – ΑΡΟΤΡΑΣ

 

i) Τα δύο σλαβικά φύλα του Ταυγέτου και οι ελληνικής καταγωγής Μανιάτες

    Δύο σλαβικά φύλα υπήρχαν στην Πελοπόννησο. Οι Μηλιγγοί, και οι Εζερίτες. Οι πολύ λιγότεροι Μηλιγγοί ήταν ολιγάριθμοι σε σχέση με τους Εζερίτες που ήταν πολυπληθέστεροι. Οι μεν ήταν εγκατεστημένοι στα δυτικά του Ταϋγέτου, οι δε στα ανατολικά του όρους. Εκείνοι εξεγέρθηκαν περί το 842. Ο στρατηγός Πελοποννήσου, ο Θεόκτιστος Βρυέννιος κατόπιν κελεύσματος υπό του Αυτοκράτορος Θεοφίλου εκστρατεύει κατά των τοπικών σκλαβηνιών και η επανάσταση καταπνίγεται στο αίμα. Οι Μηλίγγοι πλήρωναν 60 νομίσματα, οι δε Εζερίτες 300.  Αναλόγως την οικία μίας οικογένειας καταβαλλόταν ένα νόμισμα. Άρα ο Πληθυσμός των Σλάβων του Ταϋγέτου, ήταν 360 οικογένειες[1].

    To 921, επαναστατούν οι Σλάβοι του Ταϋγέτου. Αυτήν την φορά τους αντιμετωπίζει ο Κρηνίτης Αροτράς, ο οποίος με αντιπερισπασμό, μέσω της λεηλασίας και της καύσης των πρώτων υλών αποθεμάτων δένδρων και σπαρτών, τους εξανάγκασε να παραδοθούν. Ο φόρος τους ηυξήθη σε 600 για τους Μελιγγούς, ομοίως, για τους Εζερίτες. Ο φόρος ο οποίος καταβαλλόταν, ήταν τα λεγόμενα πάκτα.

    Λίγο αργότερα, κάποιος αξιωματούχος, ονόματι Βάρδας Πλατυπόδης, θα αποστατήσει κατά της Ρωμαϊκής αρχής. Οι αποστατήσαντες κατάφεραν να αποκρούσουν τον Στρατηγό Λέοντα Αγέλαστο. Τότε  που οι Μηλίγγοι και οι Εζερίτες, ήταν έτοιμοι να συνασπισθούν με τον Πλατυπόδη, ο αυτοκράτωρ Ρωμανός Λακαπηνός, τους υποδιπλασίασε τον φόρο, τόσο των Μηλιγγών, όσο και των Εζαριτών, δεδομένης επικείμενης εξεγέρσεως. Τοιουτοτρόπως οι πόροι επανεφέρθησαν στις αρχικές των τιμές και οι Σλάβοι του Ταϋγέτου δεν συνέπραξαν στην εξέγερση η οποία δεν είχε θετικό αποτέλεσμα. 

      Όμως, υπάρχει και ένας πληθυσμός οποίος κατοικεί στην περιοχή του κάστρου της Μαϊνης και πέριξ αυτής. Εκείνοι οι πληθυσμοί, δεν είναι Σλάβοι, αλλά Έλληνες. Σήμερα καλούνται Μανιάτες είναι απόγονοι των αρχαίων κατοίκων της Λακεδαίμονίας, και αυτοπροσδιορίζοντο από τότε, ως Έλληνες. Η φορολογία διατηρήθηκε ως έχει, ήτοι το ποσό 400 χρυσών νομισμάτων. Αξιομνημόνευτο το γεγονός, ότι οι Μανιάτες είναι πολυπληθέστεροι  με τα εν συγκρίσει άλλα φύλα, καθώς επίσης και την σαφή συνταύτιση του αυτοκράτορος του όρου Ρωμαίος με το ξεπερασμένο εθνονύμιο «Έλλην».

 «Ἰστέον, ὅτι οἱ τοῦ κάστρου Μαΐνης οἰκήτορες οὐκ εἰσὶν ἀπὸ τῆς γενεᾶς τῶν προρρηθέντων Σκλάβων, ἀλλ' ἐκ τῶν παλαιοτέρων Ρωμαίων, οἳ καὶ μέχρι τοῦ νῦν παρὰ τῶν ἐντοπίων Ἕλληνες προσαγορεύονται διὰ τὸ ἐν τοῖς προπαλαιοῖς χρόνοις εἰδωλολάτρας εἶναι καὶ προσκυνητὰς τῶν εἰδώλων κατὰ τοὺς παλαιοὺς Ἕλληνας, οἵτινες ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ ἀοιδίμου Βασιλείου βαπτισθέντες Χριστιανοὶ γεγόνασιν»[2].


 

ii) Αναφορικά με το «Γραικώσας»

 Προκύπτον ερώτημα που παραμένει είναι εάν όντως οι Μανιάτες ήτο ειδωλολάτρες, ή Χριστιανοί.

    Ήδη ευρίσκονται στην περιοχή, παλαιοχριστιανικοί ναοί όπως τη τρίκλιτη βασιλική που χρονικώς τοποθετείται στο β΄ μισό του έκτου αιώνος[3]. Παρομοίου είδους αρχιτεκτονικής θα εντοπιστεί και στον ναό οσίου Νίκωνος στην Σπάρτη, και ο Ναός του Αγίου Τίτου στην Γόρτυνα της Κρήτης. Άρα οι Μανιάτες ήταν εξ αρχής Χριστιανοί.

    Ο Δρανδάκης ερμήνευσε τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, με βάση τις  αποπερατωμένες αρχαιολογικές ανασκαφές που ο ίδιος διετέλεσε επικεφαλής. Ο Πορφυρογέννητος δημιούργησε σύγχυση, νομίζοντας πως και εκείνοι είναι ειδωλολάτρες, επειδή υπέθεσε ότι είναι  παλαιοί κάτοικοι. Δια μέσου της συγχύσεως αυτής ήθελε να εξωραΐσει την ιεραποστολική πολιτική του Βασιλείου του Α΄. Όντως έλαβε χώρα κάποιος εκχριστιανισμός κατ’ εντολήν του Βασιλείου του Α΄, ο οποίος είναι ο δυναστικός του προπάτορας. Ο Λέων Στ΄ ο Σοφός αναφέρει: «Ταῦτα δὲ [τὰ Σλαβικὰ φῦλα] ὁ ημέτερος ἐν θεῖᾳ τῆ λῆξει γενόμενος πατῆρ καὶ καὶ Ρωμαίων αὐτοκράτωρ Βασίλειος τῶν ἀρχαῖων εθνῶν ἔπεισε μεταστῆναι, και Γραικώσας καὶ ἄρχουσι κατά τὸν Ρωμαϊκὸν ταὺπον ὑποτάξας, καὶ βαπτίσματι τιμήσας, τῆς τε ἡλευθέρωσε ταῶν ἐαυτῶν ἀρχόντων, καὶ στρατεύεσθαι κατὰ τῶν Ρωμαῖοις πολεμούντων εθνών ἐξεπαίδευσε, οὕτω, πῶς επιμελῶς περὶ τὰ τιαῦτα διακείμενος, διο καὶ αμερίμνους Ρωμαίους Ἑκ ταῆς πολλάκις ταῶν Σλάβων ἀνταρσίας ἐποίησε, πολλάς ὑπ’ ἐκείνων ὁχλήσεις καὶ πολέμους τοῖς πάλαι ὑπομείναντας»[4].

    Αναφορικά με την ετυμολογία πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα ως προς το έτυμο της μετοχής «γραικώσας». Διότι είναι σίγουρο πως ο Λέων ο Σοφός γνώριζε και την μετοχή «εξελληνίσας». Γιατί όμως προτιμά το «γραικώσας»; Κατά μία άποψη η λέξη αυτή δεν είναι ελληνογενής τουναντίον, λατινογενής. Η πρώτη ετυμολογία πιστεύεται η λέξη προέρχεται από την λέξη «grex» σημαίνουσα το κοπάδι ή την αγέλη, εξ ου και το ρήμα «γρεκόω» δηλαδή υποτάσσω ή συναρθροίζω. Ωστόσο υπάρχει ανακολουθία στο κείμενο, καθότι απαντάται η μετοχή «ὑποτάξας», εάν δεχθούμε εκείνη την ετυμολογία.

      Κατά την άλλη και πιο ευρεία εγκολπωμένη  ετυμολογία, Γραικός είναι ο Έλληνας ασπαζόμενος την Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία και άρα η μετοχή αυτή, δηλώνει οι Σλάβοι αφομοιώνονται υιοθετώντας τα χαρακτηριστικά των πρώτων. Επιπροσθέτως οι Σλάβοι θα εδέχοντο τοπάρχες Έλληνες/ Γραικούς και θα εδιοικούντο κατά τα Ρωμαϊκά/Ελληνικά τυπικά.  Αντί να έγραφε την λέξη εξελληνίζω και την λέξη κατηχώ για τους πληθυσμούς αυτούς, ο Αυτοκράτωρ Λέων Στ΄ ο σοφός ως γλωσσοπλάστης χρησιμοποίησε τον όρο «γραικόω» που σημαίνει τόσο τον όρο «εξελληνίζω» όσο και τον όρο «εκχριστιανίζω» ο οποίος είναι συνώνυμος του όρου Έλλην, δείχνοντας έτσι, την εθνική συνείδηση του Ρωμαίου Αυτοκράτορος.

     Ο μεταγενέστερός του Κωνσταντίνος ο Προφυρογέννητος έχει την συνείδηση της του Ελληνικού χαρακτήρος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας:

«Νυνὶ δὲ στενωθείσης κατά τε ἀνατολὰς καὶ δυσμὰς τῆς Ρωμαϊκῆς βασιλείας καὶ ἀκρωτηριασθείσης ἀπὸ τῆς ἀρχῆς Ἡρακλείου τοῦ Λίβυος, οἱ ἀπ' ἐκείνου κρατήσαντες οὐκ ἔχοντες ὅποι καὶ ὅπως καταχρήσονται τῇ αὑτῶν ἐξουσίᾳ, εἰς μικρά τινα μέρη κατέτεμον τὴν ἑαυτῶν ἀρχὴν καὶ τὰ τῶν στρατιωτῶν τάγματα, μάλιστα ἑλληνίζοντες καὶ τὴν πάτριον καὶ ῥωμαϊκὴν γλῶτταν ἀποβαλόντες. Λογγίνους γὰρ ἔλεγον τοὺς χιλιάρχους καὶ κεντουρίωνας τοὺς ἑκατοντάρχους καὶ κόμητας τοὺς νυνὶ στρατηγούς. Αὐτὸ γὰρ τὸ ὄνομα τοῦ θέματος ἑλληνικόν ἐστι καὶ οὐ ῥωμαϊκόν, ἀπὸ τῆς θέσεως ὀνομαζόμενον»[5].

 

    Συνελόντι ειπείν, το ρήμα  «Γραικόω» προέρχεται εκ του ελληνικότατου «Γραικός» που λογίζεται ως  Έλλην, ο οποίος πιστεύει στον Ιησού Χριστό κατά το Ορθόδοξο Χριστιανικό δόγμα, όπερ απορρέει η μετοχή «Γραικώσας» η οποία δηλώνει τον εξελληνισμό μεταβάλλοντας τον απολίτιστο Σλάβο, σε  εκπολιτισμένο Έλληνα Ορθόδοξο Χριστιανό. Ο Γραικό δηλαδή, δηλώνει τον Έλληνα του Μεσαίωνα συνώνυμος του όρου  Ρωμαίος[6].

       Το χωρίο τούτο (του Λέοντος του Σοφού) δείχνει ότι όντως έλαβε χώρα ο εξελληνισμός των Σλάβων.  Όμως το γεωγραφικό εύρος είναι πολύ μεγαλύτερο. Διότι το γεγονός δεν συμβαίνει μόνο στην Πελοπόννησο, αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Άρα εδώ φαίνεται πως λόγου του εκτενούς αλλά όχι πολυπληθούς πληθυσμιακού εύρους, δεν εξελληνίσθηκαν όλοι οι Σλάβοι. Η οριστική αφομοίωση τους πραγματοποιείται στα τέλη του 10ου αιώνος με την θρησκευτική Δράση, του Οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε.

     Πράγματι, υπήρξε εκχριστιανισμός, αλλά όχι στην Μάνη. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνους ΣΤ΄ ο Πορφυρογέννητος ήξερε ότι η λέξη «Έλλην» εκτός από δηλωτικό θρησκείας είναι και εθνονύμιο. Άλλωστε σχρησιμοποιεί το όνομα κα ιτα παράγωγά του για να χαρακτηρίσει «ελληνίζοντες» αλλαγή του στρατιωτικού και κρατικού μηχανισμού της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έτσι προχώρησε σε σύγχυση, ούτως ώστε και ο αναγνώστης να συγχυστεί και να συμφωνήσει, για ολικό εκχριστιανισμό, με τα γεγραμμένα του εστεμμένου λογίου. Γι αυτό βάζει να προσαγορεύονται ως Έλληνες ούτως ώστε να νομίζει ο αναγνώστης ότι είναι ειδωλολάτρες, καθώς η λέξη Ρωμαίος την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον Μεσοβυζαντινών χρόνων αντικαταστάθηκε σημαίνοντας τον Έλληνα ως Εθνικότητα.

iii) Τσάκωνες

Άλλο φύλο το οποίο διεμορφώθη από τους γηγενείς Έλληνες, είναι οι Τσάκωνες. Εκείνοι λογίζονται ως δωρικής προελεύσεως, όπως επίσης και απόγονοι των Αρχαίων Λακεδαιμονίων.  Όταν οι Σλάβοι εισέβαλαν στην Λακωνία, εκείνοι αποτραβήχθηκαν στα ορεινά στην δυτική Αρκαδία και Λακωνία. Εκεί δημιούργησαν οικισμούς προσαγορευόμενες ως  «Τζακωνίαι».

   Η Τσακωνική διάλεκτος βρίσκεται εγγύτερα της Δωρικής και κατοικούν από του Ναυπλίου, μέχρι της Μονεμβασιάς. Εντούτοις  το όνομα Λάκωνες και αυτό των Τσακώνων, συνταυτίζονται. Το φύλο αυτό σχηματίσθηκε με τις λεγόμενες «Τζακωνίες», τοπικοί οικισμοί τοπαρχικής φύσεως απόρροια των κατατρεγμένων γεωργών και κτηνοτρόφων, συμπεριλαμβανομένης και της Μονεμβασιάς. Κατά τον Βέη, το όνομα τους λογίζεται ως παραφθορά με το όνομα Λάκωνας. Διάφορες φιλολογικές πηγές, επιβεβαιώνουν την γλωσσική ταύτιση του φυλετικού όρου Λάκωνας με αυτόν της λέξεως Τσάκωνας[7].

Από τις πρώιμες αναφορές περί Τσακώνων  διαβλέπονται στο Πρὸς τὸν ἴδιον ὑιὸν μοῦ Ρωμανὸν

ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΗΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ

 «Οἱ δὲ τῶν θεμάτων νομεῖς καὶ ἀ, ἀγροικικοῖ , κατωκίσθησαν ἐν τοῖς παρακειμένοις ἑκεῖσε τραχινοῖς τόποις, οἱ καὶ επ’ ἐσχάτων Τζακωνίαι ἐπωνομασθησαν διὰ τὸ καὶ αὐτοῦς τοῦς Λάκωνας, Τζάκωνας μετονωμασθῆναι»[8].

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΧΥΜΕΡΗΣ

«ἄλλοι τε πλεῖστοι ἐκ τῶν Λακώνων, οὓς καὶ Τζάκωνας παραφθείροντες ἔλεγον, οὓς ἔκ τε Μορέου καὶ τῶν δυτικῶν μερῶν, ἅμα μὲν πολλούς, ἅμα δὲ καὶ μαχίμους, ἅμα γυναιξὶ καὶ τέκνοις εἰς Κωνσταντινούπολιν μετῴκιζεν ὁ κρατῶν»[9].

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΑΣ

«συνῆν δὲ τούτοις καὶ στρατὸς ἐν τοῖς ὅπλοις θαλάττιος, Λάκωνες ἄρτι προσελθόντες ἐκ Πελοποννήσου τῷ βασιλεῖ, οὓς ἡ κοινὴ παραφθείρασα γλῶσσα Τζάκωνας μετωνόμασεν»[10].

Αντιλαμβάντεται κανείς ότι η τροπή  του ονόματος Λάκωνες σε Τσάκωνες είναι εμφανές από τις πηγές. Κώνστας Βέης σημειώνει πως τη παραφθορά, έγινε από από το άρθρο της αιτιατικής πτώσεως τους μαζί με την αιτατική πτώση του ονόματος Λάκωνες (τους Λάκωνες –» τσ Λάκωνες –»Τσάκωνες).

Τοιουτοτρόπως, η εξέλιξη των δύο  σλαβικών αυτών φύλων σε σχέση με τους Ελληνικούς πληθυσμούς των Τσακώνων και των Μανιατών, παραμένει διαφορετική  από την πληθυσμιακή ομάδα του Ταϋγέτου. Οι Μηλίγγοι και οι Εζερίτες, περιορίζονται σε αυτά τα όρη, υπό δύσκολες οικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες, υπό δυσβάσταχτους φόρους. Στον αντίποδα, οι Μανιάτες, δεν αντιμετωπίζονται εχθρικά προς την κεντρική εξουσία εξαιτίας της νομοταγούς συμπεριφοράς των. Ομοίως και για τους Τσάκωνες.

 Αξιοπρόσεκτη είναι η εγγύτητα της Τσακωνικής διαλέκτου με το Μανιάτιο ιδίωμα. Η διαφορά έγκειται όσον αφορά την επικοινωνία των μανιατών με τους λοιπούς Έλληνες οι οποίοι επικοινωνούσαν μέσω οδών θαλάσσης. Το υπόστρομα όμως παραμένει νεολακωνικό τουτέστιν, βάση δωρική και για τις δύο ομάδες [11]. Ενδελεχέστερα, τα κινά αυτά είναι η διατήρηση της αρχαίας προφοράς του ύψιλον (υ), η στένωση του έψιλον στα οπίσθια φωνήεντα, η τροπή του ωμεγα (ω)  εις όμικρον–ύψιλον (ω–»ου), η αποβολή του μεσοφωνιεντικού λάβδα (λ), τροπη του γιωτ  εις  συριστικό ζ (j–»ζ), η αφομοίωση του σίγμα (σ) και η μετάπλαση του άρθρου της αιτιατικής πτώσεως από τον την τον εις dο dη dο. Επιπλέοντα ισόγλωσσα, είναι η επιβίωση του διγάμματος( F), η επιβίωση του άλφα μακρού (ᾱ) τροπή του θήτα εις σίγμα (θ –»σ), επένθεση του ιώτα, υπερωϊκή προφορά των λάβδα και νι πριν από το ιώτα, τσιτακισμός (τσ αντί κ),  προφορά του ύψιλον  ως όμικρον ύψιλον (υ–»ου), του όμικρον γιώτα ως ιου και η προφορά του ωμέγα εις όμικρον ύψιλον (ω-»ου).

Η αναγωγή  πολλών από αυτών στην αρχαία δωρική θεωρείται πέραν πάσης αμβιβολίας. Η διαφοροποιήσεις της μανιάτικης με την τσακωνική διάλεκτο, έγκεινται στο ότι οι Μανίατες, παρά την ορεσίβια ζωή και την τραχύτητα του χαρακτήρος των, επικοινωνούσαν με τους έξωθεν ανθρώπους συχνά λόγω των θαλάσσιων δραστηριοτήτων εξαιτίας της μεγαλύτερης ακτογραμμής της μανιατικής χερσονήσου καθώς και την τοποθεσία ανάμεσα από τις πόλεις  Καλαμάτα και τον Μυστρά και την Σπάρτη με τις αμφόρερες να τους χωρίζει η οροσειρά του Ταϋγέτου η οποία καταλήγει στην Μάνη.

Βάσει τον λελεγμένων μας, προκύπτοντα συμπεράσματα αποτελούν πρώτιστα ότι αμφότερα τα φύλα κατάγονται από κοινούς προγόνους, τους Λακεδαίμονες/Σπαρτιάτες Δωριείς και επιπλέον, οι Μανιάτες αποτελούν παράδειγμα της  οικονομικής πολιτικής και πολιτισμικής  ακμής από τέλη του ογδόου αιώνα και εντεύθεν,  ασχολούμενοι με την θάλασσα και το εμπόριο όπως μαρτυρεί η επιρροή της κοινής νεοελληνικής στην μανιατική διάλεκτο, σε σχέση με την τσακώνικη που παρατηρείται ισχνή επιρροή της κοινής νεοελληνικής. Τούτο δεν σημαίνει ότι  υπήρχε  παράβλεψη και για άλλες οικονομικές δραστηριότητρες, ήτοι γεωργία και κτηνοτροφία. Τέλος, η γλωσσική γειτνίαση του Μανιάτικου ιδιώματος και της τσακωνικής διαλέκτου αποτελεί δείγμα πως οι Σλάβοι μειοψηφούσαν όχι μόνο με τις αμφότερες πληθυσμιακές ομάδες οι οποίες εξετάσθηκαν, αλλά και με το συντριπτικό πληθυσμιακό σύνολο και των υπολοίπων γωγενών Ελλήνων. Δεν είναι δυνατόν να υπερτερούν οι Σλάβοι στην Πελοπόννησο  την στιγμή που στην υποτιθέμενη πολυπληθέστερη περιοχή των Σλάβων , την περιοχή του Ταϋγετου και μέρος Λακωνίας, να μειοψηφούν από άλλους ελληνικούς πληθυσμούς.



[1] Κωνσταντίνος Ζ΄ Προφυρογέννητος, Πρὸς τὸν ἴδιον ὑιὸν Ρωμανόν, 50.

[2] αυτόθι,50.

[3] Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Δήμος Οιτύλου, «Επιστημονικό συμπόσιο στη μνήμη του Νικολάου Δρανκάκη»,  Σπάρτη, εκδ. Ιδιομορφή, 2008 – 2009, σελ. 69.

[4] Λέων ΣΤ΄, Τακτικά, 470.453–460 (Δημήτριος Τσουλκανάκης, Το Βυζάντιο και οι Σλάβοι του Ελλαδικού Χώρου, Αθήνα, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, 2015, σελ.233).

[5] Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, «Περί θεμάτων» πρόλογ.1.

[6] Δημήτριος Τσουλκανάκης, Το Βυζάντιο και οι Σλάβοι του Ελλαδικού χώρου, Αθήνα, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, 2015, σελίδες 234 –235.

[7] Νίκου Βέη, Τὸ περὶ τῆς κτίσεως της Μονεμβασιᾶς Χρονικόν, Αθήνα, εκδ. Βασιλικό Τυπογραφείο, σελίδες 76-79.

[8] αυτόθι, σελίδες, 64 και 67.                                                                                                              

[9] Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ἱστορίαι,  κζ΄.

[10] Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ἱστορία, Ε,ε΄.

[11] Για την Μανιάτικη και την Τσακώνικη διάλεκτο, όρα ώδε: Κωνσταντίνος Μηνάς, «Φωνητικά ισόποσα Τσακωνιάς και Μάνης», από: «Πελοποννησιακά» τ. β’, Αθήνα, 1990.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις