ΕΧΟΥΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΤΟΥΣ; (ΣΤ)

 



ΣΤ΄) ΤΑ ΤΗΣ ΛΟΙΠΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΛΑΒΙΚΑ ΦΥΛΑ.

 

Στον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο, υπάρχουν σποραδικώς σλαβικά φύλα.

Πρώτοι στον κατάλογο έρχονται οι «Ρυγχίνοι», οι οποίοι κατοικούσαν στην κοιλάδα του ποταμού Ρηχίου απ’ όπου και η ονοματοδοσία  και αργότερα στην ανατολική Χαλκιδική. Επίκεντρο θεωρείται το αναφερόμενο από τις πηγές κάστρο της Ρεντίνας. Το όνομα του κάστρου φαίνεται μάλλον σλαβικό εκ του redu,  ήτοι η σειρά, η αράδα. Αξιοσημείωτα ολιγάριθμοι, θα καταφύγουν προς τα ελληνικά χωριά και πόλεις. Από τον 7ο αιώνα[1], η Ρωμαϊκή αρχή θα τους χρησιμοποιήσει οργανώνοντάς τους σε φυλετικού χαρακτήρος κοινοτική αυτοδιοικούμενη περιοχή, (Σκλαβηνία) και θα τους χρησιμοποιεί. Μετά την εξέγερση των Σκλαβηνιών με αρχηγό τον Περβούνδο το 676 και την Πολιορκία της Θεσσαλονίκης, εγκαθίστανται στην ανατολική Χαλικιδική. Διαβιούσαν σε μία έκταση από την Λήτη έως την Βόλβη και Ρεντίνα, όπου υπάρχουν σλαβικά τοπωνύμια και στην ευρύτερη περιοχή της Ιερισσού, πόλη με Έλληνες κατοίκους ειδικότερα[2].

 Ήδη από τον Κωνσταντίνο Δ΄ Πωγωνάτο, φαίνεται να εγκαθίστανται ειρηνικώς με την συγκατάθεση του πρώτου, και από τον 9ο και 10ο αιώνα, ταχέως θα εξελληνισθούν. Στα τέλη του 10ου αιώνα εκχριστιανίζονται και τελειοποιείται ο εξελληνισμός τους.

Οι αριθμητικά υπέρτεροι  «Στρυμονίται», που εποίκησαν την κοιλάδα του ποταμού Στρυμόνος (κάτω Στρυμών) μαζί με τους Ρυγχίνους είχαν την ίδια τύχη με τους Ρυγχίνους Στρυμόνος αφότου πολιόρκησαν ανεπιτυχώς την Θεσσαλονίκη. Οι «Στρυμονίται» αρχίζουν να εντάσσουνται στην Ανατολική Ρωμαϊκή κρατική μηχανή, με την λήψη δημογραφικών μέτρων το 688 επί Αυτοκράτορος Ιουστινιανού Β΄ Ρινοτμήτου 685-695 και 705-711[3]. Ο Ιουστινιανός, θα αναδιοργανώσει την περιοχή του Στρυμόνος εγκαθιστώντας τους Στρυμονίτες, με την διοικητική υποπεριφέρεια της Κλεισούρας του Στρυμόνος δημιουργώντας έτσι και την σχετική Σκλαβηνία. Με την μεταβολή της κλεισούρας σε θέμα το έτος 899 και την μετανάστευσή τους στην με ελληνικό πληθυσμό δυτική Χαλκιδική[4] και συγκεκριμένα στην περιοχή της Ιερισσού, εντεύθεν οι  Στρυμονίτες θα εξελληνισθούν τάχιστα[5].

Η Αφομοίωση των Ρυγχίνων και των Στρυμωνιτών λόγω του ισχνού πλήθους των, υπήρξε ταχύτατη των άλλων Σλάβων. Για τα δύο αυτά φύλα ο Γεώργιος Λεβενιώτης σχολιάζει:

«Ο ρυθμός αφομοίωσής τους υπήρξε μάλιστα πιθανώς ο ταχύτερος στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, κυρίως λόγω της ταχείας πολιτικής υποταγής τους, της συγκριτικής ολιγαριθμίας τους, της συμβίωσής τους με πολυάριθμους ελληνόφωνους γηγενείς και της εγγύτητας των χώρων εγκατάστασής τους με τη Θεσσαλονίκη και άλλους σημαντικούς οικισμούς (π.χ. Λητή, Ιερισσός, Σέρρες, αργότερα Ρεντίνα), το Άγιο Όρος αλλά και την πολυσύχναστη Εγνατία οδό»[6].

Έπειτα οι «Βαϊουνιται», οι οποίοι εποίκησαν περιοχές της Ηπείρου αντίκρυ της Κέρκυρας και Νοτίως της Αυλώνας. Υπάρχει τοπωνύμιο παραπλήσιο της λέξεως της προσαγόρευσης του φύλου όπερ μαρτυρείται ως «Βαϊουνία». Ο Μαλιγκούδης, δυσπιστεί με αυτήν την ετυμολόγηση.  Πειστικότερη φαίνεται η προέλευση της λέξεως από σλαβική λέξη, αντίστοιχη του πολεμιστή στην Ελληνική [7].

Έπονται οι «Βερζίται», οι οποίοι πολιόρκησαν την Θεσσαλονίκη, περί το 616. Αργότερα, επέστρεψαν στην πατρίδα τους, πιθανόν, έξωθεν της Ελλάδος και του Αίμου γενικότερα[8].

       Σειρά λαμβάνουν χώρα,  οι, με το Ιρανικής προελεύσεως προσωνύμιο, «Σαγουδάται». Πιθανώς να συσχετίζεται με το εθνικό τοπωνύμιο «Σαρμάτες».

Κατόπιν έχουμε τους «Δραγουβίτες», οικούντες την περιοχή μεταξύ Βεροίας και Σκοπίων. Εμφανής είναι η αλληλεπίδρασή τους, με τους Έλληνες της Κεντρικής Μακεδονίας, και δη τους Θεσσαλονικείς.  Από το 677 εγκαθίστανται στην περιοχή ασχολούμενοι ως γεωργοί[9]. Επί Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου θα δημιουργηθεί το θέμα Δραγουβιτείας (675–1000)[10]. Ο Βασίλειος Β΄ ευρισκόμενος σε πόλεμο με την Βουλγαρία, διακατεχόμενος από τον ενδοιασμό, μην προσεταιρισθούν οι Βούλγαροι τον πληθυσμό αυτό, θέλησε να κάνει ενταξιακή πολιτική. Ταχέως εισήχθησαν στο πολιτειακό σύστημα του Βυζαντίου, όπως ταχέως και εξελληνίσθησαν.

Στην Θεσσαλία, εγκαθίστανται οι «Βελεγεζίται» στα μέρη της Δημητριάδος και στην Βοιωτία, ανάμεσα από την Θεσσαλομαγνησία και την Θήβα. Στην Ήπειρο έχουμε τα περισσότερα Σλαβικά τοπωνύμια από κάθε άλλη περιοχή[11].

 Συνεκδοχικά, οι πληθυσμοί αυτοί εξελληνίσθησαν, μερικοί άλλοτε ταχέως άλλοτε βραδέως ενώ μερικοί εξ αυτών ήταν υψίστης γεωστρατηγικής σημασίας, τόσο για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όσο και για το Βουλγαρικό κράτος ή τέλος πάντων έτερα σλαβικά κράτη.  Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό καθίσταται το γεγονός, ότι αναλόγως την ταχύτητα ή την βραδύτητα του εξελληνισμού τους, δύναται να απεικασθεί χονδρικά και ο αριθμός τους. Βλέπουμε ότι συμπαγείς και πολυπληθείς πληθυσμοί υπήρξαν εν Ηπείρω. Σε Μακεδονία, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, και στην Πελοπόννησο ήταν ολιγάριθμοι.

Ωστόσο, μαζί με τον γηγενή ελληνικό πολυάριθμο πληθυσμό, υπάρχει και ένα άλλο ελληνικό φύλο, ευρισκόμενο σε όλην σχεδόν  την ηπειρωτική Ελλάδα. Πρόκειται για τους Σαρακατσάνους, το οποίο διεμορφώθη κατά τον Μεσαίωνα.  Ομιλούν ελληνικά και είναι αρχαίο Ελληνικό φύλο κατά τον καταξιωμένο επιστήμoνα, Karsten Koeg. Ζουν νομαδικά, ως κτηνοτρόφοι στα όρη. Μάλιστα, σε δύο γενετικές μελέτες οι οποίες διεξήχθησαν, οι ερευνητές διεπίστωσαν ότι οι Σαρακατσάνοι δεν διαφέρουν από τους υπολοίπους Έλληνες αλλά είναι απομονωμένοι, λόγω των ενδογαμιών μεταξύ τους[12].

        Ας ανατρέξουμε τώρα πάλι στην Β΄ Πολιορκία της Θεσσαλονίκης και στον αρχηγό τους τον κεκλειμένο ως Χάτζωνα. Σε συγκεκριμένη μελέτη του ο Μαλιγκούδης[13] αποφαίνεται περί της η απόδοση του ονόματος στα Ελληνικά είναι αντίστοιχη του Γοτθικού ονόματος Hatzo/Hadzo. Ο Χάτζων, ο έξαρχος των των Σλάβων, ως προσωρινός επικεφαλής, ήταν εκείνος που συγκέντρωσε πολλά νοτιοσλαβικά φύλα. Μέρος εξ αυτών, ήταν και οι σκληροτράχηλοι γερμανογενείς Γότθοι. Πως όμως εξάγεται τούτο το συμπέρασμα; Απο τά γερμανογενή δάνεια των λέξεων της μεσσαιωνικής Ελληνικής. Δεδανεισμένες λέξεις όπως στιβάλι, γρίβας, αλλά και τοπωνύμια όπως η κλεισούρα των Βερεγάβων, καταδεικνύουν γοτθική παρουσία.

        Υπάρχουν άραγε έθνη με αλλογενείς ηγέτες; Η απάντηση διαπιστώνεται θετική. Ο ηγεμών Σάμο, (Samo) ήταν Φράγκος κυβερνήτης των δυτικών Σλάβων. Ο Άσκολντ ήταν Σκανδιναβός ηγέτης των ανατολικών Ρώς(ων).

    Τελευταίο στοιχείο της στοιχειοθετήσεώς μας δεν είναι άλλο από την δοξασία που ο Γότθος ηγέτης εγκολπωνόταν.Ο ίδιος ήθελε να προμαντεύει το μέλλον, με μαντικές πρακτικές, κάτι το σύνηθες στα γοτθικά έθιμα. Ωστόσο, υπάρχει επιφύλαξη, ότι επειδή ο συγγραφέας των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου το αντιδιαστέλλει με τον Χριστιανισμό, υπάρχει και η πιθανότητα οι μαντικές πρακτικές να είναι προϊόν της φαντασίας του Αγίου Δημητρίου και άρα η προέλευσή του να είναι Σλαβική.    

Ομολογουμένως, μία πιθανή εξήγηση της απόπειρας της πολιορκίας της Θεσσαλονίκης υπό του Χάτζωνος ήταν ότι αυτή θα απετέλει προσοδοφόρο και εύφορο έδαφος για την δημιουργία εθνογένεσης των νοτίων σλαβικών φύλων. Ένας ζωτικός χώρος αφθονίας που οι Σλάβοι θα απέλαυαν. Εάν η υπόθεση του Φαίδωνος Μαλιγκούδη ευσταθεί τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ήττα των Σλάβων και του πιθανώς Γότθου Χάτζωνος απέτρεψε την διαδικασία εθνογενέσεως νοτιοσλαβικού έθνους. Το σίγουρο είναι, ότι  με την ήττα των Σλάβων και με τον θάνατο του Χάτζωνος, ανεράπη η μόνιμη εγκατάσταση εποικισμού και αποικισμού σλάβων, στην Μακεδονία ενώ καθυστέρησε την μόνιμη παρουσία των εκεί. Μια τέτοια αποτυχία θα απέτρεψε κάθε σχέδιο εγκαταστάσεως με την την δεύτερη αποτυχημένη εκ των Σλάβων, πολιορκία της Θεσσαλονίκης.

             Δεν πρέπει να παραλειφθεί η μνεία περί των Βλάχων (Αρωμάνων). Δεδομένης της αναφοράς για άλλα έθνη στο χρονικό των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου, πιθανόν να υπονοείται η ύπαρξή τους ανάμεσα στους Σλαβικούς πληθυσμούς.  Η διάφανση αυτή προκύπτει από πιθανώς λατινικά έτυμα, ή από μεταγενέστερη ονοματολογία, λόγου χάριν Βλαχορυγχίνοι. Ίσως και το όνομα των Σαγουδατών να προέρχεται από την λατινογενή προέλευση. Το ζήτημα παραμένει ανοικτό στην ακαδημαϊκή κοινότητα και δεν έχει δοθεί εξακριβωμένη απάντηση περί του ζητήματος αυτού.



[1]  Γεώργιος Λεβενιώτης, «Οι μεσαιωνικές σλάβικες εγκαταστάσεις στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης» από: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, «Γ΄ επιστημονικό Συμπόσιο ‘‘Βυζαντινή Μακεδονία», Θεσσαλονίκη, 2016, σελίδες 165 – 202. Ο Λεβενιώτης, χρησιμοποιεί πληθώρα πρωτογενών τεκμηρίων όπως τοπωνύμια, έγγραφα από το Άγιον όρος και  βίους αγίων της περιοχής προκειμένου να αποσαφηνίσει τα γεγονότα. Τέλος, αναφέρει τις όποιες υποθέσεις των ακαδημαϊκών επί του θέματος.

[2] Αυτόθι, σελ. 200

[3]  Φαίδων Μαλιγκούδης, Οι Σλάβοι στην Μεσαιωνική Ελλάδα, Αθήνα, εκδ.  Κυριακίδη, 2013 σελ. 95 και εξής.

[4]  Γεώργιος Λεβενιώτης, «Οι μεσαιωνικές σλαβικές εγκαταστάσεις στα ανατολικά της Θεσσαλονικης», σελ 200.

[5] Δημήτριος Τσουλκανάκης, Το Βυζάντιο και οι Σλάβοι του Ελλαδικού χώρου, Αθήνα, 2015, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, 2015 σελ.196, 

[6]  Γεώργιος Λεβενιώτης, «Οι μεσαιωνικές σλαβικές εγκαταστάσεις στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης», σελ.201, από: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Γ΄ επιστημονικό Συμπόσιο ‘‘Βυζαντινή Μακεδονία’’, Θεσσαλονίκη, 2016, σελίδες 165 – 202.

[7]  Φαίδων Μαλιγκούδης, Οι Σλάβοι στην Μεσαιωνική Ελλάδα, Αθήνα, εκδ. Κυριακίδη, 2013, σελ. 97.

[8]  ο.π. σελ. 105.

[9] ο.π. σελ.107 και εξής.

[10] Δημήτριος Τσουλκανάκης, Το Βυζάντιο και οι Σλάβοι του Ελλαδικού Χώρου, Αθήνα εκδ. Αφοί Κυριακίδη, 2015, σελίδες, 206–207.

[11] Φαίδων Μαλιγκούδης, Σλάβοι στην Μεσσαιωνική Ελλάδα, Αθήνα, εκδ. Κυριακίδη, 2013, σελ. 114 και εξής.

[12]  Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης, Η γενετική καταγωγή των Ελλήνων, Αθήνα, εκδ. Κυριακίδη, 2017,σελ. 88.

[13] Φαίδων Μαλιγκούδης, Σλάβοι στην Μεσσαιωνική Ελλάδα, Αθήνα, εκδόσεις Κυριακίδη, 2013, σελίδες, 103- 105.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις