ΕΧΟΥΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΤΟΥΣ; ΜΕΡΟΣ Ε΄

 








Ε΄) ΟΙ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ: ΣΤΑΥΡΑΚΙΟΣ – ΣΚΛΗΡΟΣ – ΩΟΡΥΦΑΣ

      

           Στον Ελλαδικό χώρο οι Σλάβοι σε μία εξέγερσή τους, επιδράμουν την Πελοπόννησο, την Στερεά Ελλάδα την Θεσσαλία Μακεδονία και την Ηπειρο. Κρούουν, ληστεύουν πόρους, χρήματα, και ότι ζωτικής σημασίας για να επιβιώσουν.  Το 783, ο στρατηγός Σταυράκιος, αποστέλλεται από την Αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία, η οποία καθυποτάζει τους Σλάβους. Ξεκινά από την Μακεδονία και την Ήπειρο και φθάνει μέχρι την Πελοπόννησο, υποτάσσοντάς τους. Επιστρέφει μέσω Μακεδονίας, επιδιορθώνει την πόλη της Βέροιας, την μετονομάζει σε Ειρηνούπολη, και ύστερα αφικνείται μέχρι την Κωνσταντινούπολη, υποδεξάμενος υπό του ζητωκραυγάζοντος λαού[1].

        Το 805 ως ανεγράφη, πολιορκήθηκε η πόλη των Πατρών, η οποία και απεκρούσθη με το θαύμα του Αγίου Ανδρέως. Οι κάτοικοι, μη δυνάμενοι να αντέξουν την πολιορκία απέστειλαν αγγελιοφόρο στον στρατηγό. Εάν εκείνος θα ερχόταν, θα έπρεπε να γείρει οριζοντίως το δόρυ με το φλάμπουρο του εάν όχι έπρεπε να κρατήσει το δόρυ κάθετα με την αιχμή προς τα πάνω.

        Η απάντηση του Λέοντος Σκληρού, υπήρξε αρνητική. Κατά τον γυρισμό όμως, το άλογο γλίστρησε και έτσι ο ιππεύς έγειρε οριζοντίως το φλάμπουρο . Με την ελπίδα ότι θα έρθουν υποτιθέμενες ενισχύσεις, οι ενοικούντες την Πάτρα αντιστάθηκαν με νύχια και με δόντια. Με ανοικτές  μία από τις πύλες της πόλεως, συγκρουόμενοι σε εκείνη πολιορκητές και πολιορκούμενοι, ενεφανίσθη ξαφνικά ένας παράξενος ιππεύς με ασύστολη ορμή, ο οποίος σαν άλλος Εχετλαίος, θέριζε τον θάνατο στους εχθρούς. Ο  παράξενος πολεμιστής, ήταν ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος του  Ιησού Χριστού.

     Το παρόν γεγονός οι Πατρινοί το εξέλαβαν ως θαύμα του αποστόλου Ανδρέως και κατά πάσα πιθανότητα ένας από τους λόγους που η Πάτρα ανεδείχθη σε επισκοπή.

       Συγχρόνως ο Στρατηγός Λέων Σκληρός, εκστρατεύει από τα ανατολικά της Πελοποννήσου και νικά τους Σλάβους βοηθώντας τους πολιορκούμενους. Η εκστρατεία θα τελειώσει με την καταδίωξη όλων των Σλάβων πολεμιστών  

 Κατά του Πορφυρογέννητου προγεγραμμένα:

      «Νικηφόρος τὰ τῶν Ρωμαίων σκῆπτρα ἐκράτει, καὶ οὗτοι ἐν τῷ θέματι ὄντες Πελοποννήσου ἀπόστασιν ἐννοήσαντες, πρῶτον μὲν τὰς τῶν γειτόνων οἰκίας τῶν Γραικῶν ἐξεπόρθουν καὶ εἰς ἁρπαγὴν ἐτίθεντο, ἔπειτα δὲ καὶ κατὰ τῶν οἰκητόρων τῆς τῶν Πατρῶν ὁρμήσαντες πόλεως, τὰ πρὸ τοῦ τείχους πεδία κατέστρεφόν τε καὶ ταύτην ἐπολιόρκουν, μεθ' ἑαυτῶν ἔχοντες καὶ Ἀφρικοὺς Σαρακηνούς»[2] .

      Εδώ ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, επιβεβαιώνει ότι και πέριξ των Πατρών στην λοιπή Αχαΐα, ο πληθυσμός απετελείτο εξ ιθαγενούς ελληνικού (ιδέ την παραπάνω παράθεση) και πολλώ δε μάλλον, συμπαγούς πληθυσμού. Πλείστοι ιστορικοί και  αρχαιολόγοι συνηγορούν, τόσο στην κυρίως αέναη ύπαρξη ελληνικού πληθυσμού στην Αχαΐα, όσο συνέχεια  την κατοίκησης των Πατρών, όπως η Άννα Αβραμέα, ο Αλέξιος Σαββίδης, ο Παναγιώτης Γιαννόπουλος, ο Φαίδων Μαλιγκούδης, και ο Δημήτριος Τσουλκανάκης[3]. Εάν ένας απλός Ιστοριοδίφης μη έχων βιβλιογραφική επίγνωση, ανατρέξει στο προγεγραμμένο εδάφιο θα εννοήσει ότι πληθυσμός είναι ελληνικός, διότι οι Πατρινοί ως Έλληνες,  είναι Χριστιανοί στο θρησκεύεσθαι. Οι δε Σλάβοι της Πελοποννήσου είναι παγανιστές  τουλάχιστον και τον 10ο αιώνα. Επίσης η ρήση «τας των γειτόνων οἰκίας τῶν Γραικῶν ἐξεπόρθουν» πιστοποιεί την ύπαρξη ελληνικών οικισμών και στην υπόλοιπη Αχαΐα.

    Όσο για την εξιστόρηση του Χρονικού της Μονεμβασιάς, ότι έφυγαν οι κάτοικοι της Αιτωλοακαρνανίας, της Λοκρίδος και ενός μέρους της Φθίας ξεκινά αμφισβητείται από πληθώρα ακαδημαϊκών. Κύριο επιχείρημα, είναι ότι αποτελεί προσθήκη από τον μητροπολίτη Πατρών Αρέθα, την φυγή των Πατρινών και των Αινιανών, των Λοκρών Επικνημίδων  και των Οζολών στο Ρήγιο της Καλαβρίας το οποίο αποικίστηκε από τους πρώτους κατά την αρχαιότητα. Τούτο αποσκοπεί, στην έμμεση προβολή των μυθολογικών και ιστορικών γνώσεών του. Αντλεί την ιστορική αφήγηση, από τον πόλεμο των Επιζεφυρίων Λοκρών και με τους Κροτωνιάτες,  στην κάτω Ιταλία, για να δικαιολογήσει τις σχέσεις Πατρινών, με τις ελληνικές περιοχές της Νοτίου Ιταλίας και την μετανάστευσή τους εκεί για να προσελκύσει το ενδιαφέρον της κεντρικής αυτοκρατορικής εξουσίας στην περιοχή των Πατρών[4].

       Οι υποστηρικτές της υποθέσεως φυλετικού εκσλαβισμού της χώρας και της περί εξαφανίσεως της ελληνικής εθνοφυλής, αντιτείνουν το παράθεμα Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου ότι εσλαβώθη η χώρα. Όταν ίδιος λέγει ότι «πᾶσα χῶρα ἑσλαβώθη καὶ γέγονεν βάρβαρος»[5], προσφέρει στο κείμενο παραστατικότητα  δεδομένης της υπερβολής που διακατέχει τον συντάξαντα του κειμένου. Τούτο διαπιστώνεται και από επιμέρους αντιφάσεις. Επί παραδείγματι και κατά τα προειρημένα μας,  αναφέρεται σε Πάτρα, Μάινα(=Μάνη), Λακεδαίμονα, Έλος, Ώλενος, Κυπαρρησία Φιγάλεια λοιπή δυτική Πελοπόννησο, καθώς και στην αναφορά σε θέματα και σε στρατηγούς της Πελοποννήσου και Ελλάδος αντιστοίχως. Όλα αυτά εθίγησαν ανωτέρω. Ομολογουμένως, το χωρίο εκείνο που αναφέρεται σε δήθεν παντελή εκσλαβισμό της Ελλάδας στο επίπεδο της μαζικής εξοντώσεως και αντικαταστάσεως του γηγενούς πληθυσμού μηδενίζεται ως προς την αξία του. Η συνεισφορά του χωρίου αυτού είναι όχι η πληροφοριακή στόχευση αλλά περισσότερο η λογοτεχνική του τέρψη, απόρροια της υπερβολής αυτού.

   Ειρήσθω εν παρόδω, η λύση της ασυμφωνίας μεταξύ των γεγραμμένων σημείων του Πορφυρογεννήτου δύναται να αποπερατωθεί μόνο με εναλλακτική ερμηνεία. Η λέξη «χώρα», δεν σημαίνει το γεωγραφικό κομμάτι γης όπου κατοικείται από το έθνος που της ονοματοδοτείται, αλλά δύναται να σημαίνει απλώς η ύπαιθρος[6]. Συνεπώς εδώ η ασυμφωνία, επιλύεται συνδιαζομένης μόνο, με την υπόθεση της Ελληνικής γονιδιακής συνεχείας και όχι ασυνεχείας[7].

      Άλλωστε για την επιστολή του πατριάρχου Νικολάου,  ο πρωτεργάτης της Νέας Ελληνικής  Ιστοριογραφίας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος υποπτεύεται την αναξιοπιστία αυτής, ένεκα υπάρξεως αντικρουόμενων ποικίλλων πηγών οι οποίες αναιρούν τον ισχυρισμό αυτό[8]. Επί παραδείγματι, τα περιστατικά που εθίγησαν στον Θεοφάνη τον Ομολογητή, ακόμη και στο ίδιο το χρονικό της Μονεμβασιάς, το οποίο επί πολλάκις και αντιφάσκει σε πολλά σημεία του ιδίου κειμένου, αλλά και αντίκειται των άλλων πηγών,  στον Ιωάννη τον Σκυλίτζη και τον Βίο του Νίκωνος του Μετανοείτε.

   Μελετώντας και συγκρίνοντας τις πηγές, έκαστος ερευνητής θα αντιληφθεί ότι οι Σλάβοι δεν κατέφθασαν από το 577 στον Ελλαδικό χώρο, αλλά στα μέσα του 7ου  αιώνος ή περί την δεκαετία του 630. Η κάθοδος αρχικά πραγματοποιούταν με παλινδρομικών κινήσεων επιδρομές, γενικεύθηκε περί το 670 και σταμάτησε ή όποια Σλαβική κατοχή με την εκστρατεία του Σταυρακίου το 783. Πράττοντες υπολογισμούς αντιλαμβάνεται κάποιος, ότι αφενός μεν η όποια σλαβική κατοχή διήρκεσε ενάμισι αιώνα η μέγιστη οκτώ δεκαετίες η ελάχιστη, από το 630 και εντεύθεν, έως το 783 (και όχι το 805), αφετέρου από πλειοψηφούσες περιοχές, εν Πελοποννήσω, υπάγονταν υπό του Ρωμαϊκού σκήπτρου, μόνο ολίγες δυσπρόσιτες περιοχές εγκατεστημένες από Σλάβους, ήταν υπό σλαβική κατοχή.

    Περί το 807, Νικηφόρος ο Α΄ θα επιδιώξει μία εποικιστική πολιτική. Μετατοπίζει εποίκους από όλα τα θέματα αποικίζοντάς τους στην Πελοπόννησο, συμπεριλαμβανομένων και των φυγάδων από την Σικελία. Η Άννα Αβραμέα κάνει μνεία περί παραμονής  των κατοίκων στις παλαιές, στην Πάτρα περιοχές και δυσπιστεί για την φυγή τους στην Καλαβρία. Εάν πραγματοποιήθηκε, πάλι η μεταναστευτική ροή αποτελεί μέρος του πληθυσμού και όχι σύνολο αυτού[9]. Η Περιγραφή της εποικιστικής πολιτικής διαφέρει από παράθεμα σε παράθεμα. Κατά Θεοφάνη, απορρέουν εξ όλων των Θεμάτων «Χριστιανοὺς ἀποικίσας ἐκ παντὸς θέματος ἐπὶ τὰς Σκλαβηνίας προσέταξεν, τὰς δὲ τούτων ὑποστάσεις πιπράσκεσθαι»[10]. Ο Συγγραφεύς του χρονικού της Μονεμβασιάς  γράφει, ότι νέοι κάτοικοι της Λακεδαιμονίας απαρτίζονται από Θράκες, δηλαδή το Θέμα Θράκης και «Αρμένιους» Εδώ να επισημάνουμε ότι «Αρμένιους» εννοεί τους κατοίκους από το θέμα των Αρμενιακών δηλαδή η περιοχή του Πόντου, με αναντιλέκτως ελληνικό πληθυσμό. Ο Κωνσταντίνος, Πορφυρογέννητος στο έργο του «Περί Θεμάτων», κατατοπίζει σχετικά με την γεωγραφία του θέματος των Αρμενιακών.

        

      Παρατίθεται απόσπασμα (τονισμένα γράμματα δια εντονισμού ή υπογραμμίσεως, από τον συντάξαντα του παρόντος πονήματος):

   

       «Τὸ θέμα τὸ καλούμενον Ἀρμενιακὸν οὐ κύριον ἔχει τὸ ὄνομα οὐδὲ ἀρχαία τίς ἐστιν ἡ τούτου προσηγορία, ἀλλὰ ἀπὸ τῶν ὁμορούντων καὶ συνοίκων Ἀρμενίων τὴν προσηγορίαν ἐκτήσατο. Δοκῶ δὲ εἰπεῖν ὅτι ἐπὶ Ἡρακλείου βασιλέως καὶ τῶν κάτω χρόνων τὴν τοιαύτην προσηγορίαν ἐκληρονόμησεν· οὔτε γὰρ Στράβων ὁ γεωγράφος τῆς τοιαύτης ὀνομασίας ἐμνήσθη, καίτοι Καππαδόκης ὢν τὸ γένος ἐξ Ἀμασείας τῆς πόλεως, οὔτε Μένιππος ὁ τοὺς σταδιασμοὺς τῆς ὅλης οἰκουμένης ἀπογραψάμενος, οὔτε μὴν Σκύλαξ ὁ Καρυανδηνός, οὔτε ἄλλος τις τῶν ἱστορίας γεγραφότων, οὔτε αὐτὸς Παυσανίας ὁ Δαμασκηνός. Καὶ φαίνεται νεωτέρα ἡ τοιαύτη ὀνομασία· οὔτε γὰρ Προκόπιος, οὔτε μὴν Ἀγαθίας, οὔτε Μένανδρος, οὔτε Ἡσύχιος ὁ Ἰλλούστριος ἐμνημόνευσαν τοῦ τοιούτου ὀνόματος, οἱ τὰ χρονικὰ συντάξαντες ἐπὶ τῆς Ἰουστινιανοῦ βασιλείας. Τὴν γὰρ Καππαδοκίαν οἱ παλαιοὶ εἰς τρία τέμνουσι μέρη· εἴς τε Καταονίαν τὴν ἀπὸ Μελιτηνῆς ἀρχομένην, καὶ τὴν ἀπὸ τοῦ Ταύρου Ταυρικὴν ὠνομασμένην, καὶ αὐτὴν τὴν μεσόγαιον, ἐν ᾗ Καισάρεια ἡ πόλις ἡ τῶν Καππαδοκῶν μητρόπολις ἵδρυται. Καλοῦσι δὲ οἱ παλαιοὶ μεγάλην τε καὶ μικρὰν Καππαδοκίαν, μεγάλην μὲν τὴν ἀπὸ Καισαρείας καὶ τοῦ Ταύρου καὶ ἕως τῆς Ποντικῆς θαλάσσης, ἣν διορίζει Ἅλυς μὲν ποταμὸς ἐκ δυσμῶν, Μελιτηνὴ δὲ ἐξ ἀνατολῶν»[11].

    Και εδώ ένα σχόλιο: πόσοι αυτοκράτορες δήθεν «Αρμένιοι» από το θέμα «Αρμενιακόν» που στην πραγματικότητα ήταν Έλληνες, η ξένη κυρίως βιβλιογραφία τους «βάπτισε» αλλοεθνείς, ένεκα απροσεξίας και διαπράξεως του λογικού σφάλματος της  αμφισημίας;

    Επιπροσθέτως, το Χρονικό της Μονεμβασιάς, μνημονεύει ότι εγκατεστάθησαν και οι λεγόμενοι Καφήροι.  Πιστεύεται ότι πρόκειται για παραφθορά του ονόματος Κυβαιριώται, οι οποίοι είναι Έλληνες, κάτοικοι των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας του θέματος Κυβαιριωτών[12]. Συνεπώς οι πληθυσμοί οι οποίοι εγκαταστάθηκαν κατόπιν εφαρμογής του νόμου περί κακώσεων του Νικηφόρου του Α΄ (802 – 811) ήταν Ελληνικοί (για περισσότερα, ιδέ υποκεφάλαιο, «Ενδεκάτη έρευνα»).

     Κατά το έτος 843 λαμβάνει χώρα η συντριβή των Αράβων και των Σλάβων στην μάχη του Κόλπου του Ισθμού της Κορίνθου. Ο Νικήτας Ωορύφας, χρησιμοποίησε τις Κεχριές  ως ναυτική του βάση για τις περιπολίες τους. Βγαίνοντας έξω από τον κόλπο της Κορίνθου, έπλευσε χίλια μίλια μέχρι το ακρωτήριο Ταίναρο. Αποστολή του, ήτο να θέσει σε ασφάλεια τις περιοχές Μεθώνη, Κορώνη, Πύλο, Πάτρα Μάνη και άλλες. Κατόπιν της πλεύσεως στην Νότια Πελοπόννησο, οι Άραβες γύρισαν στον κόλπο. Ο Νικήτας Ωορύφας, έπλεε στο Αιγαίο στην δυτική πλευρά όταν έμαθε ότι ο εχθρός κατευθυνόταν στον Κορινθιακό κόλπο. Τότε σκέφθηκε αντί κοπιάζοντας να ξανακάνει τον γύρο της Πελοποννήσου, να εισέλθει από την πανάρχαια δίολκο του Ισθμού της Κορίνθου, που είχε κτίσει ο τύραννος της πόλεως Περίανδρος 13 αιώνες πριν. Οι κάτοικοι βοήθησαν για την επανασύσταση της διόλκου. Όταν είδαν να καταφθάνει το Ρωμαϊκό στράτευμα, οι εκ Κρήτης Άραβες Σαρακηνοί πανικοβλήθηκαν. Διεξήχθη ναυμαχία και ο στόλος των Αράβων αποδεκατίσθηκε. 

 

    «Ἀλλὰ καίπερ οὕτως δεινῶς θραυσθέντες οἱ Κρῆτες οὐκ ἠγάπησαν ἠρεμεῖν, ἀλλὰ πάλιν τῶν κατὰ θάλασσαν ἀντείχοντο πραγμάτων καὶ λῃστρίδας ἐξαρτυσάμενοι ναῦς τὴν Πελοπόννησον καὶ τὰς κάτωθεν αὐτῆς νήσους ἐλύπουν, τὸν ἄνωθεν ῥηθέντα Φώτιον ναύαρχον ἔχοντες. ἐξορμᾷ καὶ κατὰ τούτων ὁ τοῦ Ῥωμαϊκοῦ στόλου ἐξηγούμενος Νικήτας πατρίκιος ὁ Ὠορύφας, ἐπιφόρῳ δὲ καὶ αἰσίῳ χρησάμενος πνεύματι δι' ὀλίγων ἡμερῶν καταλαμβάνει τὴν Πελοπόννησον καὶ τῷ λιμένι προσίσχει τῶν Κεγχρεῶν. μαθὼν δέ, ὅτι τὰ τῶν ἐχθρῶν σκάφη τὰ δυτικώτερα μέρη Πελοποννήσου ληΐζεται, Μεθώνην καὶ Πύλον καὶ Πάτρας καὶ τὰ προσεχῆ Κορίνθῳ χωρία, βουλὴν βουλεύεται συνετὴν καὶ σοφήν. ἰλιγγιάσας γὰρ περιοδεῦσαι τὴν Πελοπόννησον διά τε Ταινάρου καὶ Μαλεοῦ, καὶ χιλίων μιλίων μῆκος τηνάλλως ἀναμετρήσασθαι καὶ τοῦ προσήκοντος ὑστερῆσαι καιροῦ, ὡς εἶχεν, εὐθὺς ἐν νυκτὶ διὰ τοῦ κατὰ Κόρινθον ἰσθμοῦ, πολυχειρίᾳ χρησάμενος, πρὸς τὴν ἐκεῖθεν θάλασσαν κατὰ τὸ ξηρὸν διαβιβάζει τὰς ναῦς. ἐμβιβάσας τε τὸν λαὸν ἐν αὐταῖς ἔργου εἴχετο. καὶ οὕτω μηδὲν πεπυσμένοις περὶ αὐτοῦ τοῖς πολεμίοις αἰφνίδιον ἐπιτίθεται καὶ τῷ παρ' ἐλπίδας δέει συγχέας καὶ συνταράξας αὐτῶν τοὺς λογισμοὺς οὐδὲ συστῆναι καὶ ἀλκῆς μνησθῆναι συνεχώρησεν, ἀλλ' εὐθὺς ἰδεῖν πρὸς φυγήν. τὰς μὲν οὖν πυρπολήσας, τὰς δὲ καταποντώσας τῶν πολεμίων νεῶν, καὶ τῶν βαρβάρων τοὺς μὲν ἀνελὼν τῷ ξίφει, τοὺς δὲ ὑποβρυχίους τῷ βυθῷ ποιησάμενος, καὶ τὸν τῶν νεῶν ἀρχηγὸν ἀνελών, τοὺς λοιποὺς διασκεδασθῆναι κατὰ τὴν νῆσον ἠνάγκασεν. αὐτὸς δὲ σαγηνεύων ὕστερον καὶ ζωγρῶν διαφόροις τιμωρίαις ὑπέβαλλε, τοὺς μὲν τὴν τῆς σαρκὸς δορὰν ἀφαιρούμενος, καὶ μᾶλλον τοὺς ἀρνησαμένους τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦτο παρ' αὐτῶν ἀφαιρεῖσθαι λέγων καὶ οὐδὲν ἴδιον, ἐκ δὲ τῶν ἱμάντας ἀπὸ τοῦ ἰνίου ἄχρι τῶν σφυρῶν μετ' ὀδύνης ἐξέλκων, ἄλλους σχοινίοις αἰωρῶν, εἶτα πρὸς λέβητας πίσσης καχλαζούσης μεστοὺς καθιμῶν, καὶ ἄλλους παντοίαις ἄλλαις κακῶν καθυποβάλλων ἰδέαις. καὶ ταῦτα διαπραξάμενος δέος εἰς αὐτοὺς ἐνέβαλε, καὶ ὀκνηροτέρους ἐποίησε, μὴ κατὰ τῆς Ῥωμαϊκῆς ἐπικρατείας ἐκστρατείας ἐκπέμπειν»[13].

     Αναγιγνώσκοντας το παρατιθέμενο απόσπασμα, φαίνεται ότι συναινεί με όλες τις, σε προς την διάθεσή μας, προηγούμενες, πηγές. Το χωρίο αυτό συγκαταλέγεται στις αποδείξεις μας, ότι όχι μόνο η Ανατολική  Πελοπόννησος έμεινε αλώβητη από την Σλαβική πλημμυρίδα, αλλά και σε  μέρη της Πελοποννήσου στο δυτικό τμήμα αυτής. Άρα, η ευρύτητα της Σλαβικής διεισδύσεως στην Πελοπόννησο, συγκαταλεγομένης της εγκατάστασης τους,  μειώνεται ακόμη περισσότερο. Διαφαίνεται τούτο, από την ανάπτυξη των πόλεων καθώς η και από τον διαμορφωθέντα θαλάσσιο δρόμο. Η ανάπτυξη αυτή θα είχε προκληθεί πολύ νωρίτερα αλλά και ότι οι πόλεις και το εμπόριο εντός και εκτός παρά τις όποιες αλλαγές ευρισκόταν σε συνέχεια παρά τις όποιες ανακατατάξεις.

      Επιπλέον, οι περιοχές αυτές και της δυτικής Πελοποννήσου κατοικούντο από Έλληνες. Οι Σλάβοι τότε δεν εκχριστιανίστηκαν. Τούτο θα γινόταν επί Βασιλείου Α΄ και επί Νικηφόρου Β΄ Φωκά.

      Οι περιοχές αυτές χρήζουν πάση θυσία προστασίας, επειδή δεν πρέπει να κωλύεται το εμπόριο στην Νότιο Ιταλία και στο Αιγαίο. Υπήρχαν δύο ναυτικοί δρόμοι. Ο ένας, ξεκινούσε από την Αδριατική, φθάνει στην Νότια Ιταλία συνεχίζει στην Πάτρα, ύστερα στην Ναύπακτο και καταλήγει στην Κόρινθο και τον Ισθμό της. Ο άλλος ξεκινούσε οπό την Αδριατική, φθάνει στην Κάτω Ιταλία συνεχίζει στην Μεθώνη και την Κορώνη φθάνει στο Ταίναρο, ύστερα στα Κύθηρα και έπειτα συνεχίζει είτε στο Αιγαίο μέσω Μονεμβασιάς για να φθάσει στα Νησιά του Αργοσαρωνικού και τις Κυκλάδες ή στην Ορόβη, είτε στην Κρήτη, και στον Αραβικό κόσμο[14].



[1] ο.π., σελ. 1242.

[2] Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Πρὸς τὸν Ὑϊὸν μοῦ Ρωμανόν, 49.

[3] Αβραμέα Άννα, H Πελοπόννησος, Αθήνα, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), 2012 σελ. 158, Αλέξιος Σαββίδης, Παναγιώτης Γιαννόπουλος, Μεσσαιωνική  Πελοπόννησος, Αθήνα, εκδ. Ηρόδοτος, 2013 σελ. 226.  Δημήτριος Τσουλκανάκης, Το Βυζάντιο και οι Σλάβοι του βαλκανικού χώρου, Αθήνα, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, 2015, σελ. 161. Φαίδων Φαίδων Μαλιγκούδης, Οι Σλάβοι στην Μεσαιωνική Ελλάδα, Αθήνα, εκδ.  Κυριακίδη, 2013 σελ. 95 και εξής.         

[4] Ηλίας Αναγνωστάκης, «Το επεισόδιο του Αδριανού», Ν.Γ. Μοσχονάς, (επιμ.),«Πρακτικά  του Β΄ Διεθνούς Συνεδρίου, Η Επικοινωνία στο Βυζάντιο», Αθήνα, εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε), 1993 ,σελίδες 218–222.

[5]  Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί θεμάτων, ευροπ., Πελοπόννησος,6.

[6] Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Περὶ τῆς εποικήσεως τινῶν Σλαβικῶν φύλων εἰς τῆν Πελοπόννησον, Αθήνα, Αναστατικές εκδόσεις Διονυσίου Καραβία,1992, σελ. 58.

[7]  Άννα Αβραμαία, Η Πελοπόννησος, Αθήνα, Εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2012, σελίδες 158 και 220.

[8] Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Περί τῆς εποικήσεως τίνων σλαβικῶν φύλων εἰς τὴν Πελοπόννησον, Αθήνα, Αναστατικές εκδόσεις Διονυσίου Νότη Καραβία, 1992 σελ. 7 και εξής. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ουδέποτε οι Άβαροι κατέκτησαν την Πελοπόννησο αλλά Σλάβοι αρκετά αργότερα πράγμα το οποίο και απεδέχθη η ακαδημαϊκή κοινότητα αργότερα.

[9]  Άννα Αβραμέα, Η Πελοπόννησος, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), 2012 σελ. 151.

[10] Θεοφάνης, Χρονογραφία, Αθήνα, εκδόσεις Αρμός, 2007 σελ. 1326.

[11] Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περὶ θεμάτων, Ασία 2,β.

[12]  Δημήτριος Τσουλκανάκης, Το Βυζάντιο και οι Σλάβοι του Ελλαδικού Χώρου, Αθήνα, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, 2015, σελ. 217.

[13] Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριών Αθήνα, εκδ. Κανάκη, 2007, 31.

[14]  Άννα Αβραμέα, H Πελοπόννησος, Αθήνα, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ. ), 2012σελ. 275 –277. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις