ΕΧΟΥΝ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΤΟΥΣ; (ΜΕΡΟΣ Γ΄)










ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΒΑΘΗΣ 


Γ΄) ΟΙ ΣΛΑΒΟΙ ΤΟΝ ΈΒΔΟΜΟ ΑΙΩΝΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ: ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ

 

 

Γ΄ Ι) Χρονολογική εξακρίβωση της καθόδου, μέσω της αρχαιολογικής τεκμηρίωσης

 

Τι συμβαίνει όμως στον Ελλαδικό χώρο και δη στην Χερσόνησο του Πέλοπος;

      Η εγκατάσταση των Σλάβων υπολογίζεται λοιπόν τον επόμενο αιώνα και συγκεκριμένα, στα μέσα προς τέλη του 7ου αιώνα. Οι δύο πηγές μας, ο Θεοφάνης και ο Θεοφύλακτος λένε ότι οι Σλάβοι έφθασαν μέχρι την Θράκη και ένα μέρος της Μακεδονίας.  Η έρευνα της Άννας Αβραμέα πραγματεύεται επί αρχαιολογικών δεδομένων, συσχετίζοντάς τα με την εγκατάσταση των Σλάβων. Καταδεικνύει, ότι οι Σλάβοι, αφίχθησαν μεταξύ της δεκαετίας του 620 ή του 630, αρχικά σποραδικά παλινδρομώντας μεταξύ αφετηρίας και μέρη κρούσεων, επειδή επιχειρούσαν επιδρομές  και μαζικά στα τέλη του εβδόμου αιώνα για εγκατάσταση (μετά το 650). Τα αρχαιολογικά ευρήματα συγκλίνουν προς αυτόν τον ισχυρισμό. Συγκεκριμένα, οι πόρπες ξίφη και νομίσματα εντοπίζονται στην Κόρινθο, στο Άργος και στο Τηγάνι της Μάνης.

     Ενδεικτικά για τις ανασκαφές του Δρανδάκη στην Μάνη, οι πόρπες και τα κεραμικά της μέσα Μάνης είναι όμοια  με αυτά της Κορίνθου και χρονολογούνται από τον 4ο  5ο, μέχρι τον 7ο αιώνα όπως και ζευγάρια χρυσών, ασημένιων και χάλκινων, ενωτίων φιάλων από ύαλο, κουμπιά,  τα οποία χρονολογούνται μόνο τον έβδομο αιώνα και εντάσσονται στον τύπο Κορίνθου. Στον τύπο Κορίνθου, ανάγονται και οι ανακαλυφθείσες πόρπες, είκοσι στον αριθμό. Τα ενώτια είναι κατασκευασμένα με την τέχνη της φιλιγκράνας και ανευρέθησαν σε τάφους στην περιοχή του Τηγανιού της Μέσα Μάνης. Επιπλέον, ανεσκάφη η Τρίκλιτη βασιλική στην περιοχή Τηγάνι της Μάνης, με τρίπλευρες εξωτερικά αψίδες και τρία κλίτη η οποία, χρονολογείται κατά την περίοδο 687–695[1]. Άλλος ναός  τύπου βασιλικής της ιδίας περιόδου, είναι αυτή των Αλυκών  αφιερωμένη στον Άγιο Ανδρέα[2], που χρονολογείται και αυτή τον 7ο αιώνα και ένας ομοίου τύπος ναός την ίδια εποχή στο Οίτυλο.  Στα τέλη 8ου με αρχές 9ου  αιώνα, υπάρχει ναός του Αγίου Προκοπίου στην Παλιοχώρα  Μάνης[3]. Στην Καρυούπολη, ανεσκάφη τροχηλατή κεραμική που χρονολογείται στα τέλη 6ου με αρχές 7ου αιώνος, ενώ βρέθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη ανακατασκευής νεότερου ναού στην Καινήπολη τον 7ο αιώνα (Κυπαρισσό), επίσης στην Μάνη. Στο Γύθειο, υπάρχει συνεχή λειτουργεία της βασιλικής του Γυθείου. Εξάλλου τα αρχαία οικοδομικά της κατάλοιπα και τα νομίσματα του αυτοκράτορος Φωκά, που ευρέθησαν πιστοποιούν στην διαπίστωση αυτή[4].

     Αξιοσημείωτος είναι ο εντοπισμός 21 σφραγίδων από τον Αχιλλέα Κύρου,  οι οποίες  για παράδειγμα αναφέρουν κάποιον Δρουγγάριο ονόματι Στέφανο και  τον επίσκοπο Ορόβης Βασίλειο, όπως επίσης και έναν ανώνυμο στρατηγό του Θέματος της Ελλάδος. Στο Δασκαλειό οι αρχαιολόγοι αποθησαύρισαν σφραγίδες απευθυνόμενες στον «από επάρχων» Συμεών και σε έναν πατρίκιο πρωτοσπαθάριο. Λοιπά ευρήματα σε σφραγίδες, πιστοποιούν την ουδέποτε κατασβησθείσα, επί της πελοποννησιακής χθονός κυριαρχία της  Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

          Περαιτέρω ευρήματα ανιχνεύονται στις ακόλουθες καταγραφείσες περιοχές: Πλατειά, Χηνίτσα, Σπέτσες και Κουνούπι[5]. Στην νησίδα Χηνίτσα, ευρέθη σφραγίδα  ενός ανωνύμου στρατηγού Ελλάδος και ταυτοχρόνως βασιλικός Σπαθάριος και μία πόρπη, ενώ στην νησίδα Κουνούπι, έχουμε τον πατρίκιο και στρατηγό Μηχαήλ.  Από σφραγίδες στις  Σπέτσες, η μία ανήκει τον υπατικό Ευτυχιανό, και μια άλλη σε  κάποιον Ιωάννη αγνώστου αξιώματος. Επίσης, βρέθηκε πόρπη τύπου, Bοlonga και ένας μικρός χάλκινος ιππίσκος[6]. Οι Σφραγίδες χρονολογούνται κυρίως τον έβδομο και τον όγδοο αιώνα.

    Η επισκοπή του νησιού Ορόβη, όπερ μεθ’ ερμηνευόμενον εστί η νήσος Ρόμβος, εποικίσθη από Αργείους  πιθανόν μεταξύ του 733 και 735, βρέθηκαν πόρπες τύπου Συρακουσών και Κορίνθου αντιστοίχως. Η Αβραμέα, απορρίπτει τον ισχυρισμό της θεμελιώσεως του οικισμού εξαιτίας της μόνο και μόνο ανασφάλειας των κατοίκων του Άργους από τις αλλεπάλληλες επιδρομές που υπέστησαν. Περισσότερο σχετίζεται με την μετακίνηση, όχι την κατά κανόνα καταστροφή ή ερήμωση, αλλά από στην ενίσχυση των παράλιων πόλεων στης Πελοποννήσου προς περισσότερη επικοινωνία με τον στόλο εμπορικό και πολεμικό.

Άλλα ευρήματα έχουν ανευρεθεί και στην βόρεια Πελοπόννησο.

    Στην Κόρινθο, ευρέθησαν πόρπες από ταφικά μνημεία χρονολογούμενα τον έβδομο και τον όγδοο αιώνα. Ομοιάζουν πολύ με τις Πόρπες τύπου Τηγανιού Μάνης. Στο Άργος, ανευρέθησαν επίσης πόρπες και βυζαντινή Κεραμική, όπως επίσης και σλαβική κεραμική. Στην Τεγέα, στον λόφο του Προφήτη Ηλεία, ανευρέθη επίσης σλαβική κεραμική, καθώς και Βυζαντινή(=ελληνική). Τα σλαβικά ευρήματα, χρονολογήθηκαν εσφαλμένα το 587. Αργότερα, χρονολογήθηκαν κατά το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα. Ανευρέθηκαν επίσης, τέσσερα νεκροταφεία. Πανομοιότυπα ευρήματα, ευρέθησαν στα Ίσθμια.[7].

    Με τις σφραγίδες να πιστοποιούν την ύπαρξη του Στρατηγού Ελλάδος στην Πελοπόννησο, όπως επίσης και υπολοίπων αξιωμάτων, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι  Πελοπόννησος δεν ήταν αποκομμένη από τον έλεγχο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

    Συνελόντι ειπείν, επιβεβαιώνεται η αράδα οι του χρονικού της Μονεμβασιάς «Μόνου δὲ του ανατολικοῦ τμήματος τῆς Πελοποννήσου, ἀπὸ Κορίνθου καὶ  μέχρι Μαλεοῦ τοῦ Σθλαβηνοῦ  ἔθνους, διὰ τὸ τραχῦ  καὶ δύσβατον καθαρεύοντος…»[8], ενώ η Αβραμέα, υποπτεύεται παρανόηση της γεωγραφικής τοποθεσίας αυτής του «Ταινάρου», αποκληθείσης με το όνομα «Μαλέας», επειδή σε άλλους συγγραφείς, ακόμη και σε αρχαίους γεωγράφους, υφίσταται σύγχυση του ακρωτηρίου Μαλέα με αυτό του Ταινάρου. Ο πιθανολογούμενος συγγραφεύς του Χρονικού, Αρέθας συγχέει τοπωνύμιο «Μαλέας» με το «Ταίναρο», βασιζόμενος στον αρκετά προγενέστερό του Στράβωνα. Ο ισχυρισμός εκείνος της συγχύσεως των ονομάτων των ακρωτηρίων που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εννοούσε το ακρωτήρι Τηγάνι και τον ενεπέρδεψε με τον Μαλέα, ενισχύεται από τα ευρήματα τα οποία ευρέθησαν στο Τηγάνι της Μάνης, που δείχνουν ότι η μέσα και η ανατολική Μάνη, έμειναν αλώβητες από τους Σλάβους επήλυδες. Τοιουτοτρόπως το Ταίναρο είναι η ορθώς εννοουμένη τοποθεσία, κεκλειμένο λανθασμένα ως  Μαλέας, με την Μανή και δη κυρίως την μέσα περιοχή αυτής  να εντάσσεται στις μη εποικισθείσες υπό των Σλάβων τοποθεσίες[9].

 Ωστόσο, αρχαιολογικά ευρήματα των μεταβατικών χρόνων (7ος – 9ος αιών) και αυτά των τελευταίων δεκαετιών του 6ου αιώνος ανευρέθησαν και σε περιοχές της επίπλαστης τελικά σλαβικής κατοχής και μαζικούς εγκαταστάσεως, επί της ανατολικής και της κεντρικής  Πελοποννήσου.

    Στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, έχουμε μεγάλο αριθμό βασιλικών που ανάγονται χρονολογικώς στον έβδομο ή όγδοο αιώνα. Ορισμένα παραδείγματα τα οποία συγκαταλέγονται είναι ο ναός τύπου βασιλικής  της  Αγίας Σοφίας στην Κορώνη,  ο τρίκλιτος ναός τύπου βασιλικής στο θέατρο της αρχαίας Μεσσήνης, και ο Άγιος Χριστόφορος Φιλιατρών τύπου βασιλικής, που ανάγεται τον όγδοο και ένατο αιώνα[10].

     Στην Ηλεία οι διατετρανωμένες ανασκαφές που έλαβαν χώρα στην Αγία Τριάδα (Παλαιομπουκοβίνα), απεκάλυψαν τρία χειροποίητα αγγεία, ενώτια, δαχτυλίδια και χάντρες. Ανευρέθη επιπλέον, τριφυλλόσχημη οινοχόη. Τα άνωθεν, χρονολογούνται τον έβδομο αιώνα.

     Στο όρος Κρόνειον της αρχαίας Ολυμπίας, ευρέθη σλαβική κεραμική από τάφους Σλάβων. Τεφροδόχα αγγεία, στάχτη, (οι Σλάβοι καίγαν τους νεκρούς), κοσμήματα δακτυλίδια, χάντρες, και εκχυτρισμούς. Η διαπίστωση που εξήχθη, ήταν η εγκατάσταση Σλαβικού πληθυσμού επί της περιοχής. Αρχικά προτάθηκε η από τέλη του έκτου αιώνος εγκατάσταση. Νεότερη διαπίστωση  και η επαρκεστέρα που υπάρχει, είναι ότι τα ανεσκαμμένα αντικείμενα, είναι από τον 7ο αιώνα και μετά.  Ελληνικός οικισμός ανευρέθηκε κατά τον εβδόμο αιώνα στο Λεωνίδιο της Ολυμπίας. Δηλαδή κοντά σε ένα μέρος υπήρξαν ένας οικισμός ελληνικός και ένας σλαβικός.

   Στην Πάτρα, ανιχνεύονται νομίσματα στις οδούς, Μυκηνών 8, τέσσερα νομίσματα, ένας του Ιουστινιανού  Ά, δύο του  Τιβερίου και ένα του Μαυρικίου. Στην τοποθεσία Αγία Τριάδα  έξωθεν της Πάτρας, εντοπίσθηκαν νομίσματα της εποχής του Μαυρικίου και του Φωκά, 22 στον αριθμό. Απεκρύβησαν κατά την δεκαετία του 610.

   Εντός της Πάτρας πάλι, ευρέθη, τεσσαρακοντανούμμιο της εποχής του Ηρακλείου, στην οδό Ομονοίας.

«Θησαυρούς» έχουμε και σε άλλες περιοχές της Αχαΐας όπως στον Πριόλιθο (584), στην Πόα και στην Κλειτορία (596 και 601). Στην οδό Ενεστρώλε, ανεσκαμμένη οικία έδειξε ότι κατοικείτο και τον έβδομο αιώνα με μαγειρικά σκεύη να την εμπεριέχουν. Στην Λόντου 5 ανευρέθη αγγείο χρονολογούμενο στα τέλη έκτου με αρχές εβδόμου αιώνος. Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό είναι ο εντοιχισμός της Πάτρας που ανάγεται στα τέλη του εβδόμου, με αρχές του ογδόου αιώνα.

    Στην Αρκαδία, ανευρέθησαν αρχαιολογικά ευρήματα στην Τεγέα, στο Παλλάντιο και στην αρχαία Μαντίνεια. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για λύχνους, μήτρες κατασκευής αυτών καθώς και αγγεία.

Συνεκδοχικά, παρατηρείται περισσότερη υψηλή πυκνότητα σε αντιστοιχία μεταξύ αριθμού ευρημάτων και τόπου στην ανατολική Πελοπόννησο, με αυτά να είναι πολυπληθέστερα της δυτικής, την στιγμή που το Χρονικό της Μονεμβασιάς αναφέρει, ότι έμεινε καθαρό μόνο το ανατολικό κομμάτι της Πελοποννήσου από τους Σλάβους. Τουναντίον όλη η Πελοπόννησος δεν φαίνεται τόσο επηρεασμένη από αυτές τις επιδρομές όσο και τις εγκαταστάσεις στις οποίες διαφαίνεται η σποραδικότητά των και ο χαμηλός αριθμός. Επιπροσθέτως παρατηρούνται δημιουργίες σλαβικών οικισμών, είτε δίπλα από άλλες, είτε από απομακρυσμένα μέρη. Ομολογουμένως, άλλοτε υπάρχει ειρηνική συνύπαρξη και άλλοτε εχθρική με άλλοτε με τους Σλάβους να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση και άλλοτε με τους Έλληνες από τις επιδρομές των πρώτων.

    Διάφοροι αντιτείνουν, αντιστρατεύοντες την  επιστολή του Πατριάρχου Νικολάου, ότι η Πελοπόννησος κατεχόταν από τους Σλάβους για 218 συναπτά έτη, αρχής γενομένης από το 577 και κατά τα γραφόμενα της ιδίας της επιστολής, δεν πάτησε Ρωμαίου πόδι έκτοτε. Εδώ όμως ο αμερόληπτος μελετητής διανοείται ότι τόσο οι αντιτασσόμενοι, όσο και ο Πατριάρχης, αντιφάσκουν. Διότι κάνει λόγο για την αποτυχημένη πολιορκία της Πάτρας από τους Σλάβους 805 μέχρι το 807,  έως ότου ο Λέων Σκληρός, κατ’ εντολών του Νικηφόρου του Α΄, εξεστράτευσε κατά των εξεγερμένων. Δεν δύναται να υπάρχει σλαβική κατοχή σε όλη την Πελοπόννησο,  με την τελευταία να αποτελεί αποσχιζομένη από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, να μην έχει πατήσει Έλληνος πόδι και ταυτοχρόνως οι Σλάβοι, στο αποκορύφωμα μίας εξέγερσής τους να προσπαθούν να καταλάβουν την Πάτρα, η οποία έχει Έλληνες κατοίκους. Ειδικότερα δε, όταν αυτή γίνεται σε συνεργασία με το Αραβικό Ναυτικό. Άρα εκτός του παράλογου της επιστολής, οι Σλάβοι δεν ήταν αρκετοί δημογραφικώς για να πολιορκήσουν μία πόλη, που εν τοις πράγμασι ισχύει, αφού τόσο το χρονικό όσο και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρει σύμπραξη Αράβων και Σλάβων για την εκπόρθηση της Πάτρας.

Άλλωστε, ούτε ευσταθεί η ιστορικότητα για  τις εισβολές  και η εγκατάσταση κατά το 577 και το 584-87 στην Πελοπόννησο και  στην υπόλοιπη  Ελλάδα, διότι τα αρχαιολογικά ευρήματα αντιπαρέρχονται των αφηγήσεως του Χρονικού της Μονεμβασιάς και των  ιστοριογράφων  που αντλεί τις πληροφορίες του ο συγγραφεύς του Χρονικού,(Μένανδρος, Ευάγριος, Ιωάννης Εφέσου) και δεν επιβεβαιώνονται από τα αρχαιολογικά δεδομένα μετατοπίζοντας την χρονολογία της αφίξεως των Σλάβων, κατά έναν αιώνα αργότερα.

   Αλλά και τα αρχαιολογικά δεδομένα που μόλις εθίγησαν, κατέδειξαν την συνέχιση οικοδομικής,  οικονομικής και διοικητικής  υπάρξεως και επιβιώσεως του ιθαγενούς πληθυσμού, ο οποίος ήταν τόσο περισσότερος, όσο και διοικήσιμος από τον στρατηγό  της Ελλάδος και ύστερα (κατά την διάσπαση των θεμάτων σε μικρότερα) της Πελοποννήσου. Η κάθοδος των Σλάβων στον ελλαδικό χώρο, οι επιδρομές  του ιθαγενούς ελληνικού στοιχείου και οι επιδρομές τους κατά τον 6o αιώνα, ουδέποτε συνέβησαν.



[1]  Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, 5η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Δήμος Οιτύλου, «Επιστημονικό Συνέδριο στη μνήμη του Νικολάου Β. Δρανδάκη για την Βυζαντινή Μάνη», Σπάρτη, εκδ. Ιδιομορφή, 2008–2009   σελ. 61 έως 77. Επιπλέον: «Αφιέρωμα στον ακαδημαϊκό Παναγιώτη Βοκοτόπουλο», Αθήνα, εκδ. Καπόν, 2015, σελ. 57.

[2] «Ιστορικογεωγραφικά», τόμος Α΄, Γιάννενα – Θεσσαλονίκη, εκδ. Διονυσίου Νότη Καραβία, 1986, σελίδες, 17 – 29.

[3] Νικόλαος Δρανδάκης, Βυζαντινές τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, Αθήνα, εκδ. Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Άρχαιολογικής Εταιρείας, 1995 σελ 21.

[4] Ε.Ι.Ε – Ινστιτούτο Βυζαντινών Σπουδών, «Οι σκοτεινοί Αιώνες του Βυζαντίου, (7ος- 9ος αι.), Αθἠνα, 2001, σελ. 209 – 210.

[5]  Άννα Αβραμέα, Η Πελοπόννησος, Αθήνα, εκδόσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, (Μ.Ι.Ε.Τ.), 2012 σελ. 208.

[6] ο.π. σελ. 195.

[7]  Ο.π. σελ.  175, 354, 357

[8] Κώνστας Βέης, Τὸ περὶ τῆς κτίσεως Μονεμβασιᾶς χρονικόν, Αθήνα, Βασιλικό Τυπογραφείο, 1909, σελίδες, 65 και 68.

[9]  Άννα Αβραμέα, Η Πελοπόννησος, Αθήνα, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), 2012, σελ. 208.

[10] Α. Ν. Δουλαβέρας, Ι. Ν. Σπηλιοπούλου(επιμ.)«Mεσσηνία: Συμβολές στην ιστορία και τον πολιτισμό της», Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, 2012, σελ. 211-21.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις