Μυστράς: Η θρυλική καστροπολιτεία της Πελοποννήσου που έκτισαν οι Λατίνοι - Πως το κατέλαβαν οι βυζαντινοί (PICS)


Εξιστορώντας

Η κατάληψη του Ελλαδικού χώρου αποτελεί φυσική απόρροια της Δ' σταυροφορίας. Ξεκινώντας με την πρωτεύουσα των Βυζαντινών, την Κωνσταντινούπολη, οι Φράγκοι συνέχισαν την εδαφική προώθηση προς τον Νότο, κατακτώντας επιτυχώς ένα μέρος της Μικράς Ασίας και σημαντική πλειονότητα της σημερινής Ελλάδας, με εξαίρεση την Ήπειρο, εξαιτίας της ύπαρξης του ομώνυμου  κράτους. Εν τέλει, οι λατίνοι κατάφεραν να φτάσουν μέχρι την Πελοπόννησο, παρά την αντίσταση του Λέοντα Σγουρού και του Λέωντα Χαμάρετου. Μέχρι το 1213, η φράγκικη κυριαρχία είχε γίνει αδιαμφησβήτητη σε ολόκληρη την χερσόνησο.

Οι Βιλλαρδουίνοι έδρασαν άμεσα για να εξασφαλίσουν την υποταγή του ντόπιου πληθυσμού. Έχοντας την περισσότερη Πελοπόννησο υπο τον έλεγχό τους, έκτησαν κάστρα στην Πάτρα, στην Κόρινθο, στο Άργος, και στο Ναύπλιο σε μία προσπάθεια να εδραιώσουν την κυριαρχία τους και να εκφοβίσουν τον σλάβικο πληθυσμό, όπως οι Μηλιγγοί, καθώς και τα ακόμα ελεύθερα ελληνικά φύλλα που ζούσαν τις ορεινές περιοχές της Σπάρτης και της Μάνης. Κύρια παραδείγματα αποτελούν τα κάστρα του Γερακίου, και του Πασαβά. Μετά την προσάρτηση της Μονεμβασβιάς από τον Γουλιέλμο Φρειδερίκο και τους Βενετούς,  οι Φράγκοι αδυνατούσαν να υποτάξουν απόλυτα τους Μανιάτες. Αν και κτίστηκε το οχυρό της Μεγάλης Μάϊνας, ο επίσκοπος που διορίστηκε σε αυτό, σύντομα, τρομοκρατημένος από τις συνεχείς πειρατικές επιθέσεις, παραιτήθηκε από την θέση του και αποσύρθηκε στην Ιταλία.


Ο Γουλιέλμος φοβόταν ιδιαίτερα για την ακεραιότητα του αγαπητού του κάστρου στην La Cremonie (Λακωνία) και αποφάσισε να προβεί στην κτήση ενός νέου οχυρού. Νοτιοδυτικά από τον Ταϋγετο, εντόπισε τον λόφο που οι ντόπιο αποκαλούσαν Μυζιθρά και έκρινε πως ήταν ιδανικός για να τοποθετηθεί σε αυτό το νέο του έργο, όπου μοναδικό του κτίσμα αποτελούσε ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία.

Το κάστρο ολοκληρώθηκε το 1249 και με την πάροδο του χρόνο κατέληξε να αποκαλείται Μυστράς. Ο Γουλιέλμος ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος. Από την συγκεκριμένη τοποθεσία, είχε την δυνατότητα να παρακολουθεί διαρκώς του ανυπότακτους σλάβους και παράλληλα να προστατεύει το παλάτι του στην La Cremonie. Είναι πολύ πιθανό οι Βιλλαρδουίνοι να παρέμεναν στην Πελοπόννησο, ωστόσο, παράλληλα με την άνοδο του λατινικού Μοριά, η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης βρισκόταν σε συνεχή παρακμή, επιτρέποντας στα κατάλοιπα του Βυζαντίου να ανασυνταχθούν και να ξεκινήσουν την αντεπίθεση.


Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, τελικά, αποδείχθηκε πως δεν ήταν αρκετή για να υποτάξει τους Βυζαντινούς. Σύντομα μετά την άλωση, αρκετοί Έλληνες και δη της Πελοποννήσου, υποδέχθηκαν τους Λατίνους ως απελευθερωτές. Πολλοί από αυτούς, ωστόσο, ίδρυσαν τα δικά τους κράτη και συνέχισαν να διατηρούν το Βυζάντιο ζωντανό. Στην δυτική Μικρά Ασία υπήρχε το κράτος της Νίκαιας των Λασκαρίδων, στην Ηπερωτική Ελλάδα της Ηπείρου, όπου κυβερνούσαν οι Κομνηνοδουκάδες και στον Πόντο η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας των Μεγάλων Κομνηνών.

Από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής τους, τα βυζαντινά κατάλοιπα συνέχισαν να αγωνίζονται. Η Τραπεζούντα κατέληξε να αποστασιοποιηθεί από την Κωνσταντινούπολη, αλλά η Νίκαια  και η Ήπειρος βρίσκονταν σε συνεχή διαμάχη για την κατάληψή της. Αν και οι Κομνηνοδουκάδες κατάφεραν να επεκταθούν στην Θράκη, η ξαφνική τους ήττα στην Βουλγαρία αποδείχθηκε μοιραία, επιτρέποντας στους Λασκαρίδες να επανεμφανιστούν στα Βαλκάνια. Η Νίκαια ήταν πλέον το ισχυρότερο βυζαντινό κράτος και η επαναφορά των Ελλήνων στον φυσικό τους χώρο ήταν θέμα χρόνου. Η ασθενείς Λατινική Αυτοκρατορία δεν είχε την δυνατότητα να συνεχίσει την αντίσταση. Αν και είχε καταφέρει να απωθήσει τις επιθέσεις των Βυζαντινών και των Βουλγάρων, στην πραγματικότητα λάμβανε συνεχείς ενίσχυση από την Βενετία και το Πριγκιπάτο του Μοριά, με κυριότερο παράδειγμα την πολιορκία του 1235. Με την έλευση της Χρυσής Ορδής και την επέκταση των Βουλγάρων, η αυτοκρατορία ήταν πλέον καταδικασμένη.



Η τελευταία ισχυρή αντίσταση στην Νίκαια έλαβε χώρα το 1259. Στην Πελαγονία ένας συνασπισμός μεταξύ της Ηπείρου, της Αχαϊας και της Σικελίας ήρθε αντιμέτωπος με τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, τον νέο ηγέτη των Νικαέων. Ο σεβαστοκράτορας Ιωάννης, στον οποίο ο βασιλιάς είχε αναθέσει την διοίκηση του στρατού,  κατάφερε να παραπλανήσει τους εχθρούς του, πείθοντάς τους ότι ο στρατός του ήταν ισχυρότερος από τον δικό τους και οι Ηπειρότες εγκατέλειψαν την μάχη, αφήνοντας τους Φράγκους στην τύχη τους. Η Νίκαια υπερίσχυσε έναντι των Λατίνων, αν και αριθμητικά ασθενέστεροι, εξαιτίας των στρατιωτικών ικανοτήτων του Ιωάννη. Μετά την μάχη, ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος έπεσε στα χέρια των Ελλήνων ως αιχμάλωτος και ο λατινικός Μοριάς είχε χάσει τον τελευταίο ικανό προστάτη του.



Ο Μιχαήλ ξεκίνησε αμέσως διαπραγματεύσεις για την παράδοσή του. Γνώριζε πως αποτελούσε ευκαιρία για να περάσει στην επικράτειά του ολόκληρη η Πελοπόννησος, ωστόσο ανησυχούσε πως δεν θα είχε την δυνατότητα να την κρατήσει υπό τον έλεγχο του. Οι Βυζαντινοί του, αν και πλέον ισχυρότεροι από τους Φράγκους, παρέμεναν ολιγάριθμοι και δεν είχαν την δυνατότητα να υποτάξουν μεγάλες εκτάσεις γης. Οι διαπραγματεύσεις με τους Βιλεαρδουίνους δεν κατέληξαν σε συμφωνία, μέχρι που η Νίκαια ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη το 1261, διαλύοντας οριστικά την Λατινική Αυτοκρατορία και αποκαθιστώντας την Ρωμαϊκή. Εν τέλει, το 1262 παραχωρήθηκαν στην αυτοκρατορία τα οχυρά της Μονεμβασιάς, του Γερακίου και του Μυστρά. Το έμβλημα του οίκου των Παλαιολόγων, ο δικέφαλος αετός, κυμάτισε ξανά πάνω από τη Μονεμβασία, και για πρώτη φορά πάνω από τη Μάινα και πάνω από το κάστρο του Μυστρά, στην κορυφή του λόφου.

Αρχικά, η καστροπολιτεία δεν έλαβε σημαντική προσοχή από τους Έλληνες και η αυτοκρατορία εστίασε στο λιμάνι της Μονεμβασιάς και στα στρατηγικά ευνοϊκά κάστρα της Μαϊνας και του Γερακίου, καθώς ήταν χρήσιμα όσον αφορά τον εφοδιασμό και για πιθανή επέκταση προς Αγαίο Πέλαγος. Οι λατίνοι είχαν ακόμα την Λακωνία υπό τον έλεγχο τους και ο Ελληνικός πληθυσμός, τον οποίο μεταχειρίζονταν ως κατώτερο, δεν ήταν πλέον πρόθυμος να ανεχτεί την καταπίεσή τους. Ως εκ τούτου, πολλοί μετανάστεψαν στον Μυστρά, συμπεριλαμβανομένου και του μητροπολίτη της Λακεδαιμονίας, ο οποίος δεν επετράπη να εγκατασταθεί στην έδρα του.

Η μετανάστευση των Ελλήνων στην περιοχή ήταν κατά κύριο λόγο υπεύθυνη για την ανάπτυξή της. Κτίστηκαν σπίτια και εκκλησίες στην περιοχή γύρω από τον λόφο του κάστρου. Το έδαφος δεν ήταν ενδεδειγμένο για την δημιουργία ενός οικισμού, καθώς μεγάλες εκτάσεις γης δεν ήταν επίπεδος, ωστόσο οι κάτοικοι είχαν πρόσβαση σε πολλές πηγές νερού. Ο αυτοκράτορας εξασφάλισε την υποστήριξη των βλάχων, παραχωρώντας τους ορισμένα δικαιώματα και με την πάροδο του χρόνου, αφομοιώθηκαν με τους Βυζαντινούς της Πελοποννήσου, όντες και οι ίδιο ορθόδοξοι. Ωστόσο, ο Γουλιέλμος επέστρεψε στον Μυστρά για να προκαλέσει τους Βυζαντινούς. Ο πάπας είχε δηλώσει πως η συμφωνία του με τον αυτοκράτορα δεν ευσταθεί στα μάτια του Θεού, οπότε ο Βιλεαρδουίνος δεν φοβόταν το ενδεχόμενο οι ενέργειές στου καταλήξουν σε πόλεμο. Ο Μιχαήλ Καντακουζηνός, ο ηγέτης της Μονεμβασίας, έλαβε την είδηση από τον Μυστρά και την μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, στέλνοντας στον αυτοκράτορα έναν αγγελιοφόρο. Τότε ο Παλαιολόγος έστειλε τον σεβαστοκράτορα, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, για να αντιμετωπίσει τον Φράγκο πρίγκιπα.



Μέχρι να φτάσει ο Κωνσταντίνος, ο Γουλιέλμος είχε ήδη φύγει από την Λακεδαιμονία. Ο βυζαντινός στρατός, ενισχυμένος από Τουρκομάνους μισθοφόρους, Ελληνοφράγκους και Βλάχους, πολιόρκησαν την πόλη, ως αντίποινα. Ύστερα, ο σεβαστοκράτορας πληροφορήθηκε πως ο πρίγκιπας είχε καταφύγει στην Κόρινθο και αποφάσισε να λεηλατίσει τις κτήσεις των Φράγκων στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου και την Ανδραβίδα, την πρωτεύουσά τους. Επιπλέον, λεηλατήθηκαν η Βελιγοστή και η λατινική εκκλησία της Παναγίας της Ίσοβας. Ύστερα, οι Λατίνοι αντέδρασαν στέλνοντας στρατεύματα για να αντιμετωπίσουν την επίθεση των βυζαντινών και ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στον Μυστρά, ενώ ένα κομμάτι του στρατού του εισέβαλε στα Καλάβρυτα και εξεδίωξαν την φρουρά του άρχοντα Όθωνα, υπό την υποστήριξη των ντόπιων.

Την επόμενη μέρα, ο σεβαστοκράτορας κινήθηκε για ακόμη μία φορά εναντίον των Φράγκων, όμως η έφοδός του κατέληξε σε καταστροφική αποτυχία. Η πολιορκία στο Νύκλι τερματίστηκε, όταν ο διοικητής της εμπροσθοφυλακής, Μιχαήλ Καντακουζινός, πέθανε αφού έπεσε από το άλογό του και οι Φράγκοι στρατιώτες έσπευσαν να τον αποτελειώσουν. Επιπλέον, οι πόροι της αυτοκρατορίας δεν επαρκούσαν για να διατηρήσουν τις υπηρεσίες των τουρκομάνων μισθοφόρων οι οποίοι επέλεξαν να συμμαχήσουν με τον πρίγκιπα Γουλιέλμο. Με τις νέες τους δυνάμεις οι Λατίνοι ξεκίνησαν την αντεπίθεσή τους. Οι Βυζαντινοί, πλέον κυρίως αποτελούμενοι από Σλάβους και Γασμούλους, κατάφεραν να τους καθυστερήσουν στήνοντας ενέδρα στο πέρασμα του Μακρυπλαγίου και αρχικά βρήκαν επιτυχία, ωστόσο σύντομα περικυκλώθηκαν και ο στρατός αποδεκατίστηκε οριστικά, ενώ οι ελάχιστοι επιζώντες οδηγήθηκαν στο βενετικό κάστρο του Χλεμουτσίου. 



Μετά από την πανωλεθρία που βρήκε στο πεδίο της μάχης, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Γουλιέλμος αποπειράθηκε να καταλάβει τον Μυστρά, αλλά η οχύρωση της πόλης απέκρουσε τις εφόδους των στρατιωτών του. Ύστερα, ο πρίγκιπας επέστρεψε στο αγαπημένο του παλάτι στην La Cremonie, ωστόσο η πόλη ήταν αραιοκατοικημένη και πλέον αποτελούταν σχεδόν αποκλειστικά από Φράγκους. Ο Βιλεαρδουίνος κάλεσε τους Λατίνους των γύρω περιοχών να μεταφερθούν στην πόλη, ωστόσο οι συνεχείς συρράξεις τον είχαν περιορίσει σημαντικά. Τέλος, ο πρίγκιπας εγκατέλειψε την Λακεδαιμονία, καταδικάζοντας την, κάποτε, αρχαία Σπάρτη να ξεχαστεί, καθώς επίκεντρο των ιστορικών γεγονότων της κοιλάδας μέχρι τον 19ο αιώνα συνιστά αποκλειστικά ο Μυστράς.

 

 

Πηγές:

 

               Άγνωστος, Το χρονικό του Μορέως, Αθήνα, εκδ. Εκάτη, 2005.

               Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική συγγραφή: Η Βυζαντινή ιστορία της λατινοκρατίας (1204-1261) (μετάφραση και σχολιασμός Σπύρου Η. Σπυρόπουλου), Θεσσαλονίκη, εκδ. Ζήτρος, 2004.

 

Βιβλιογραφία:

 

               A. Bon, “La prise de Kalamata par les Francs en 1205”, στο: Revue Archéologique, τχ. 29/30 (1948), σελ. 98-104.

               Deno J. Geanakoplos, “Greco-Latin Relations on the Eve of the Byzantine Restoration: The Battle of Pelagonia 1259”, στο: Dumbarton Oaks Papers, τχ.  7 (1953), σελ. 99-141.

               S. Runciman, Μυστράς, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1986.

     John Giebfried, “The Mongol invasions of the Aegean world” στο: Mediterranean Historical Review, τχ 28 (2013), σελ. 129-139.

               Αλ.Σαββίδης, Η ιστορία του βυζαντίου τόμος (τρίτος τόμος), εκδ. Πατάκης, Αθήνα, 2010.

               Α. Νεζερίτης, Λεξικόν της βυζαντινής Πελοποννήσου, Αθήνα, εκδ. Μυρμιδόνες, 2010.

               Γ. Μίλλερ, Η Ιστορία της Νίκαιας και της Ανάκτησης της Κωνσταντινουπόλεως (μετάφραση Σπυρίδων Π. Λάμπρου), Αθήνα, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, 1994.

               Παναγιώτης Α. Γιαννόπουλος, Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης, Μεσαιωνική Πελοπόννησος, Αθήνα, εκδ. Ηρόδοτος, 2013.

Ακολουθήστε το "Εξιστορώντας" στην σελίδα μας στο Facebook, στο προφίλ μας στο Instagarm και κάντε εγγραφή στο κανάλι μας στο YouTube ώστε να μην χάνετε τα νεότερα ιστορικά μας άρθρα και τις συνεντεύξεις μας.

Σχόλια