Οκταβιανός Αύγουστος: Ο πρώτος αυτοκράτορας της Ρώμης - Η υιοθεσία από τον Καίσαρα, η τριανδρία και ο πόλεμος με την Κλεοπάτρα (vids)



Φωκίων Δανιηλίδης

Η πτώση της Res Publica: Η άνοδος του Αυγούστου στην εξουσία

Η δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα βύθισε τη Ρώμη σε μια δεκατία χάους και έντονης αβεβαιότητας. Με τον θάνατο του χαρισματικού ηγέτη, η Ρωμαϊκή Δημοκρατία παρέμενε ευάλωτη σε ανταγωνιστικές φατρίες που διεκδικούσαν την εξουσία. Μέσα σε αυτή την αναταραχή, ο Γάιος Οκτάβιος, ο υιοθετημένος γιος και κληρονόμος του Καίσαρα, ξεκίνησε την άνοδό του στην μοναρχία. Κατά την επόμενη δεκαετία, ο Οκτάβιος χρησιμοποίησε την ευφυϊα του για να φτάσει στην κορυφή της ηγετικής ιεραρχίας της Ρώμης, και τελικά να γίνει ο πρώτος της αυτοκράτορας με το όνομα Αύγουστος. Ωστόσο, η σταδιοδρομία του δεν ήταν με κανέναν τρόπο ομαλή. Βρισκούμενος στην καρδιά της γεμάτης αναταραχές μετακαισαρικής Ρώμης, αντιμετώπισε πολλά εμπόδια και προκλήσεις στην προσπάθεια να εδραιώσει την εξουσία του. Οι συνεχείς ρίξεις του με την κοινή γνώμη, την Σύγκλητο και τους αυτοπροσδιορισμένους διαδόχους του Καίσαρα, φανέρωναν πως θα ακολουθούσε περισσότερη αιματοχυσία, πριν ο Οκταβιανός μπορέσει να οδηγήσει την Ρώμη στο απόγειό της.           


Ο Γάιος Οκτάβιος Θουρίνος του γένους των Οκτάβιων γεννήθηκε το 63 π.Χ στην πόλη των Βελιτρών. Παρά τη σχετικά ταπεινή του καταγωγή, έτυχε να έχει ιδιαίτερα ισχυρούς συγγενείς. Ήταν το δεύτερο παιδί του πατέρα του, Γάιου Οκτάβιου, με την δεύτερη σύζυγό του, την Ατία, την ανηψιά του Ιουλίου Καίσαρα. Ο πατέρας του είχε διοριστεί ύπατος και διοικητής της Μακεδονίας και απέκτησε τον τίτλο imperator αφού ηγήθηκε μία εκστρατεία κατά των Βεσσών στην Θράκη. Αν και είχε, πλέον, αφορμή να ενταχθεί στον εσωτερικό κύκλο της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, το 58 π.Χ απεβίωσε και η χήρα του παντρεύτηκε τον μετέπειτα ύπατο, Λεύκιο Μάρκιο Φίλιππο.

Ο νέος γάμος της Ατίας ήταν καθοριστικής σημασίας για την ζωή του Οκταβιανού. Ο νεαρός Γάιος Οκτάβιος μεγάλωσε σε πολιτικό περιβάλλον και έλαβε λαμπρή παιδεία. Η συγγένεια με την κυβερνώσα τάξη, ανέκαθεν, ήταν απόλυτα αξιοποιήσιμη για την οικογένεια και πολλές φορές αυτοί που συσχετίζονταν με έναν αριστοκράτη αποκτούσαν και εκείνοι θέση στην πολιτική της Ρώμης. Είναι αδιαμφισβήτητο πως ο Οκτάβιος εκμεταλλεύτηκε πλήρως την οικογενειακή του κατάσταση στην μελλοντική του σταδιοδρομία, ωστόσο κύρια επιρροή του ήταν ο θείος του, ο Καίσαρας. Όντας άτεκνος και θέλοντας η εξουσία και η ισχύς του να μεταβιβαστούν σε κάποιο μέλος την οικογένειάς του, ο δικτάτορας ανέπτυξε ευνοϊκές σχέσεις με τον ανιψιό του, υιοθετώντας τον, εντάσσοντάς τον στους ποντιφήκους και αργότερα προάγοντάς τον στην τάξη των πατρικίων, και ονομάζοντάς τον κληρονόμο του. Όταν ο Καίσαρας δολοφονήθηκε το 44 π.Χ, ο Οκτάβιος μεταφέρθηκε άμεσα στην Ιταλία, όπου έλαβε και διάβασε την διαθήκη του. Ο Καίσαρας άφησε στον Οκταβιανό τα τρία τέταρτα της περιουσίας του, παράλληλα με το σημαντικότερο εργαλείο που είχε την δυνατότητα να παραχωρήσει, το nomen του. Έτσι, σε συνδυασμό με το cognomen του, πλέον ονομαζόταν Γάιος Ιούλιος Καίσαρ, όνομα το οποίο κυρίως χρησιμοποίησε μέχρι το 27 π.Χ, καθώς θεωρούσε το πρώτο του χαρακτηριστικό της ταπεινής του καταγωγής.


Φτάνοντας στην Ρώμη, ο νέος Καίσαρας ήταν αποφασισμένος να διαδεχθεί τον θείο του, όμως η μετακαισαρική πρωτεύουσα ήταν διχασμένη. Ο Μάρκος Αντώνιος ήταν ύπατος και στενός συνεργάτης του Καίσαρα. Αναπόφευκτα, λόγω της θέσης του, ήλεγχε τους μοχλούς της εξουσίας, ήταν δημοφιλής μεταξύ  των στρατιωτικών και θεωρούσε τον εαυτό του πολιτικό διάδοχο του Καίσαρα. Ο ίδιος, εκφωνώντας έναν δυναμικό λόγο κατά την κηδεία του δικτάτορα, κατάφερε να συγκινήσει τον λαό που τελικά εκδίωξε τους δολοφόνους από την πόλη. Ανέλαβε επομένως την ηγεσία της παράταξης των υποστηρικτών του, δηλώνοντας, ωστόσο, πρόθυμος να αποκαταστήσει την δημοκρατία, καταργώντας το αξίωμα του δικτάτορα το 44 π.Χ. 



Παρ' όλα αυτά παραχώρησε στον ίδιο τη βόρεια Ιταλία και την επαρχεία της Γαλατίας, της οποίας η κατάκτηση συνιστά την μεγαλύτερη επιτυχία του Καίσαρα. Αν και, κατά πάσα πιθανότητα, αποτελούσαν μία προσπάθεια να ενισχύσει την θέση του ως διάδοχος του χαρισματικού δικτάτορα, τα γεγονότα αυτά τον έφεραν σε αντιπαράθεση με τους δημοκρατικούς και δη τον γνωστό ρήτορα Κικέρωνα. Ο Κικέρων εκφώνησε λόγους επί της Συγκλήτου, που έμειναν γνωστοί στην ιστορία ως Φιλιππικοί, στους οποίους καταδίκασε τον Αντώνιο για τις πράξεις του και τον αποκάλεσε ακατάλληλο για να αναλάβει την αποκατάσταση του πολιτεύματος. Παρατηρώντας πως η κοινή γνώμη στρεφόταν όλο και περισσότερο κατά του αντιπάλου του, ο Οκταβιανός έσπευσε να το εκμεταλλευτεί.


Μέχρι το 43 π.Χ., είχε καταφέρει να κερδίσει την υποστήριξη ενός σημαντικού ποσοστού του λαού και των βετεράνων του Καίσαρα, ως ο αυτοαποκαλούμενος εκδικητής του θετού πατέρα του, πρόθυμος να εκπληρώσει το pietas, το καθήκον του γιου. Ο Οκτάβιος ήταν εξαιρετικός προπαγανδιστής και γνώριζε πώς να παρουσιάσει τον εαυτό του με τρόπο που θα του εξασφάλιζε την στήριξη των πληβείων. Όπως προέβλεπε η διαθήκη, έδωσε χρήματα σε κάθε πληβείο της Ρώμης, διοργάνωσε αγώνες στο τέλος του Ιουλίου προς τιμήν του Καίσαρα και παρουσιάζοντας την εμφάνιση ενός κομήτη στον ουρανό, κατά την διάρκεια ενός από αυτούς, ως θείο σημάδι πως ο δικτάτορας έπρεπε να λατρευτεί ως θεός, προσέθεσε στα αγάλματά του τον κομήτη που έμεινε γνωστός ως sidus lilium (ιούλιο άστρο). Με αυτό τον τρόπο κέρδισε σημαντική δημοτικότητα, η οποία με την σειρά της αποτέλεσε παράγοντα στην πολιτική.

Ο Αντώνιος καταλαβαίνοντας πως η αυξανόμενη δημοτικότητα του νέου Καίσαρα θα του προκαλούσε προβλήματα, τελικά εγκατέλειψε την πόλη μαζί με τέσσερεις λεγεώνες, δύο εκ των οποίων  τελικά συμμάχησαν με τον Οκτάβιο.

Από την πλευρά του, Οκταβιανός δεν είχε άλλη επιλογή, παρά να συμμαχήσει με την Σύγκλιτο. Αν και έχαιρε σημαντικής υποστήριξης, ήξερε ότι ο Κικέρων και οι δημοκρατικοί κυριαρχούσαν σε αυτή. Αναγνωρίζοντας πως ήταν απαραίτητη η εύνοια των αριστοκρατών, ένωσε τον στρατό του με τους υπάτους Χιρτίο και Πάνσα και επιτέθηκε στον Αντώνιο. Ο Αντώνιος νικήθηκε και αναγκάστηκε να συμμαχήσει με τον Λέπιδο, τον κυβερνήτη της Ναβωνίτιδος Γαλατίας και της Εντεύθεν Ισπανίας, όμως οι δύο ύπατοι κατέληξαν νεκροί. Ο Οκταβιανός, εκμεταλλευόμενος τον θάνατό τους, προσάρτησε τα στρατεύματά τους στα δικά του και εξελέγη ο ίδιος ύπατος, χωρίς να υπάρχει πλέον κανένας με την δυνατότητα να του αντισταθεί.


Με την νέα του εξουσία, κατήργησε την αμνηστία των δολοφόνων και σύστησε ειδικό δικαστήριο για αυτούς, ισχυρότεροι των οποίων ήταν ο Βρούτος και ο Κάσσιος. Ύστερα, ήρθε σε επαφή με τον Αντώνιο και τον Λέπιδο και μετά από τρεις μέρες, υπό την προϋπόθεση πως ο Οκτάβιος θα παραιτούταν από την υπατία, οι τρείς εταίροι συμφώνησαν να ιδρύσουν μία νέα τριανδρία. Έτσι, η treviri rei publicae constituendae (τριανδρία για την ίδρυση του κράτους) ιδρύθηκε με την συγκατάθεση των Ρωμαίων, με σκοπό να δικαιώσει  τον δολοφονημένο Καίσαρα.

Μόλις νομιμοποιήθηκε η συμμαχία, ο Οκταβιανός, ο Αντώνιος και ο Λέπιδος αξιοποίησαν αμέσως την νέα τους εξουσία και διαχώρισαν την δυτική επικράτεια μεταξύ τους. Τα μόνα εδάφη που δεν διανεμήθηκαν ήταν τα ανατολικά της Αδριατικής, τα οποία ελέγχονταν από τον Βρούτο και τον Κάσσιο. Όσον αφορά την πολιτική τους, γρήγορα αποδείχθηκε πως οι τρεις άνδρες δεν είχαν καμία πρόθεση να αποκαταστήσουν την δημοκρατία, αλλά να εδραιώσουν την κυριαρχία τους και να εξοντώσουν τους αντιπάλους τους. Αναβιώνοντας τις προγραφές, συγκέντρωσαν περίπου 2300 ονόματα, 300 μελών τις Συγκλήτου και των οικογενειών τους και 2000 της τάξης των ιππέων, και τους εκτέλεσαν. Ύστερα, οι περιουσίες τους πωλήθηκαν με τα κέρδη να καταλήγουν στους ίδιους.

Παράλληλα,


μέχρι το τέλος του 43 π.Χ., ο Κάσσιος και ο Βρούτος είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν έναν ισχυρό στρατό. Μαζεύοντας στρατιώτες από όλες τις περιοχές που ήλεγχαν, τελικά συγχώνευσαν τα στρατεύματά τους, δημιουργώντας ένα σώμα δέκα εννέα λεγεώνων, καθώς και μία σημαντική ναυτική δύναμη, σε συνεργασία με τους άρχοντες της Ασίας, εκτός της Αιγύπτου. Όταν τα στρατεύματα της Ρώμης μετέβησαν στην Ανατολή, στην πόλη των Φιλίππων, υπό τον Αντώνιο και τον Οκταβιανό, ο δεύτερος εγκατέλειψε την εκστρατεία, ισχυριζόμενος πως νόσησε βαριά. Αντιθέτως, ο Αντώνιος παρέμεινε στο πεδίο της μάχης και συνέτριψε τους αντιπάλους του, εξασφαλίζοντας την οριστική νίκη τον Οκτώβριο του 42 π.Χ. Βλέποντας την μάχη να χάνεται, οι δολοφόνοι του Καίσαρα αυτοκτόνησαν, πριν πέσουν στα χέρια του Αντώνιου. Όσα στρατεύματα δεν εκτελέστηκαν ,περίπου 14.000 επιζήσαντες δηλαδή, εντάχθηκαν στις λεγεώνες των καισαρικών.

Η νίκη της τριανδρίας ήταν καταστροφική για τους δημοκρατικούς. Οι τελευταίοι τους υπερασπιστές, ο Βρούτος και ο Κάσσιος, δεν ήταν πλέον ζωντανοί και το ίδιο ίσχυε και για τον Κικέρωνα, που ανέκαθεν υπερασπιζόταν τους θεσμούς της Ρώμης με τα λόγια του, ακόμα και σε περιόδους κρίσης.  Οι νικητές ήταν οι ισχυρότεροι άνδρες σε ολόκληρη την Μεσόγειο και μπορούσαν να διαιρέσουν εκ νέου το ρωμαϊκό κράτος, χωρίς να αντιμετωπίζουν την παραμικρή αντίσταση. Ο Αντώνιος ανέλαβε όλες τις ανατολικές επαρχίες μαζί με την ευθύνη να ηγηθεί της εκστρατείας κατά των Πάρθων, που είχαν υποστηρίξει τον Κάσσιο και τον Βρούτο. Ο Λέπιδος ανέλαβε τη Βόρεια Αφρική, ο Οκταβιανός την Ισπανία και τη Γαλατία. Την ευθύνη της Ιταλίας είχαν από κοινού και οι τρεις.


Αν και νικηφόροι, ο Αντώνιος και ο Οκτάβιος έπρεπε να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους απέναντι στους βετεράνους. Ο πρώτος σχεδίασε να εισβάλει στην Παρθία, προκειμένου να αποκτήσει τους απαραίτητους πόρους για να πληρώσει τα στρατεύματά του, ενώ η θέση του δεύτερου ήταν πιο λεπτή. Είχε υποσχεθεί να επιτρέψει στους στρατιώτες του να αποστρατεύσουν μετά την μάχη και να τους δώσει εκτάσεις γης. Επιπλέον, έπρεπε να τακτοποιήσει το ζήτημα των περιπλανώμενων πολεμιστών που υποστήριξαν τους δημοκρατικούς και να εξασφαλίσει πως δεν θα προσλαμβάνονταν από κάποιον αντίπαλο πολιτικό. Ο Οκταβιανός αποφάσισε να ενεργήσει δραστικά και παραβιάζοντας την συμφωνία του με την τριανδρία, ξεσπίτωσε πολλούς στην Ιταλία για να εγκαταστήσει τους βετεράνους.

Η συγκεκριμένη απόφαση είχε μεικτά αποτελέσματα. Κατάφερε μεν να κερδίσει την εύνοια των στρατιωτικών και μία σημαντική ομάδα υποστηρικτών στην καρδιά την ρωμαϊκής ισχύος, την Ιταλία, όμως πολλοί Ρωμαίοι εξεγέρθηκαν και υποστήριξαν τον Λεύκιο Αντώνιο, τον αδελφό του Μάρκου Αντώνιου, καταλαμβάνοντας βραχύχρονα την ίδια την Ρώμη. Ο Οκταβιανός κατάφερε, χάρις του παιδικού του φίλου, του Μάρκου Αγρίππα, να υπερισχύσει έναντι του συνασπισμού και να εκδιώξει τον Λεύκιο, μαζί με πολλούς συγκλητικούς, μέχρι την πόλη της Περουσίας. Ύστερα, πολιόρκησε την πόλη, όπου ο Λεύκιος αναγκάστηκε να παραδοθεί το 40 π.Χ. Ο Οκταβιανός αποφάσισε να δείξει έλεος απέναντί του, όμως δεν έκανε τον ίδιο για τους συγκλητικούς υποστηρικτές του και του κατοίκους της πόλης, τους οποίους θησίασε τελετουργικά στον βωμό του θεοποιημένου Καίσαρα, την επέτειο της δολοφονίας του. Ο Οκταβιανός έφερε το βάρος αυτής της σφαγής για πολύ καιρό.

Πολλοί οπαδοί του Αντωνίου, στους οποίους είχε προηγουμένως χαρίσει την ζωή, κατέφυγαν ανατολικά, παρακαλώντας τον Αντώνιο να επιστρέψει στην Ιταλία. Σύναψε συμμαχία με τον Σέξτο Πομπηίο, τον γιο του Πομπηίου του μεγάλου, ο οποίος είχε στην διάθεσή του τον ισχυρότερο στόλο στην Μεσόγειο και επιτέθηκε στον Οκταβιανό, όσο ο Σέξτος είχε αποκλείσει την Ρώμη. Αν και δεν κατάφερε να τον υποτάξει, ο Οκτάβιος αναγκάστηκε να παραχωρίσει την Κορσική, την Σικελία και την Πελοπόννησο στον Σέξτο και να παντρέψει την αδελφή του Οκτάβια με τον Αντώνιο για να αποκατασταθούν οι σχέσεις τους

Το 38 π.Χ. ο Οκταβιανός  αποκήρυξε αμέσως την συμφωνία του με τον Σέξτο. Ο Αντώνιος ήταν διστακτικός στο να δώσει την συναίνεση και την βοήθειά του, όμως αναζητώντας ενίσχυση στην επερχόμενη εκστρατεία του στην Ανατολή, αποφάσισε να τον υποστηρίξει. Για ένα τέτοιο εγχείρημα ο Αντώνιος χρειαζόταν έμπειρα στρατεύματα, τα οποία μπορούσε να στρατολογήσει μόνο στην Ιταλία, που τώρα ήταν ουσιαστικά η βάση της δύναμης του Οκταβιανού. Για ακόμη μία φορά επιστρατεύτηκε ο Μάρκος Αγρίππας, με σκοπό να τερματίσει οριστικά την αυτονομία του Πομπήιου. Δημιουργώντας έναν καινούργιο στόλο και εκπαιδεύοντας ταχύριθμα τα στρατεύματά του αποδεκάτισε τον αντίπαλό του το 36 π.Χ. Μετά την ήττα του διέφυγε στην Μικρά Ασία, όπου συνελήφθη και εκτελέστηκε.  



Ο Λέπιδος, που αποπειράθηκε να εκμεταλλευτεί την σύγκρουση του Οκταβίου με τον Σέξτο για να αποκτήσει περισσότερη ισχύ στην Τριανδρία, κατέληξε να παραδοθεί και εξαναγκάστηκε να ζήσει ως ένας απλός ιερέας, χάνοντας την θέση του στον συνασπισμό. Με αυτόν τον τρόπο ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός για την τελική σύγκρουση για την απόλυτη εξουσία, όπου οι δύο ισχυρότεροι άνδρες της επικράτειας θα ξεκινούσαν τον τελευταίο πόλεμο στην ιστορία της ρωμαϊκής δημοκρατίας.

Ο Οκταβιανός δεν ήταν πρόθυμος να επιτεθεί στον Αντώνιο, χωρίς να υπάρξει ανάλογο casus belli. Η φήμη του στρατηγού είχε μείνει, ως επί τον πλείστον, ανεπηρέαστη από τις εξελίξεις στην Ιταλία, καθώς ο ίδιος βρισκόταν στην Ανατολή. Παρ' όλα αυτά, οι στενές σχέσεις που διατηρούσε με την Κλεοπάτρα, είχαν ήδη ξεκινήσει να απασχολούν την κοινή γνώμη, καθότι ήδη τυπικά δεσμευμένος με την Οκταβία και ο αδελφός της το γνώριζε.

Ανταποκρινόμενος, λοιπόν, στην προηγούμενη έκκληση του Αντωνίου για ενισχύσεις, ο Οκταβιανός έστειλε 2000 άνδρες. Αυτό το ολιγάριθμο σώμα, προφανώς, δεν ήταν αρκετό για να υποστηρίξει την εκστρατεία του στην Παρθία, όμως μαζί τους είχε σταλθεί και η σύζυγός του, η Οκταβία. Ο Οκταβιανός, γνωρίζοντας ότι ο Αντώνιος θα αναζητούσε επιπλέον ενισχύσεις στην Αίγυπτο, ήλπιζε ότι η αδελφή του θα στελνόταν πίσω, καθώς θα ήταν εξαιρετικά ριψοκίνδυνο για τον δεύτερο να παρουσιαστεί μποροστά στην Κλεοπάτρα με αυτήν. Έτσι και έγινε. Ο Αντώνιος έδιωξε την Οκταβία και της είπε να επιστρέψει στην Ιταλία, χωρίς να καταλάβει πως έτσι έδωσε στον νεαρό Καίσαρα την αφορμή που αναζητούσε. Ο Οκτάβιος ισχυρίστηκε πως η βασίλισσα θόλωνε την κρίση του και τον οδηγούσε στο να δρά μοναρχικά σαν τον Καίσαρα, πιθανότατα αναφερόμενος στις ερωτικές σχέσεις του θετού του πατέρα με εκείνη. Οι κατηγορίες του υποστηρίχθηκαν, ύστερα, όταν κατάφερε να πάρει στα χέρια του την διαθήκη του Αντωνίου, η οποία φυλασσόταν στο pomerium. Σε εκείνη, πράγματι, ανέφερε πως η περιουσία του θα περνούσε στα παιδιά του με την Κλεοπάτρα, ότι αναγνώριζε τον Καισαρίωνα ως παιδί του Καίσαρα και πως επιθυμούσε να θαυτεί δίπλα στην Κλεοπάτρα στην Αλεξάνδρια. Έτσι, αφού έπεισε την Σύγκλητο να ανακαλέσει όλες τις εξουσίες του αντιπάλου του, ο Οκταβιανός κήρυξε πόλεμο, όχι όμως στον Αντώνιο, αλλά στην Κλεοπάτρα.



Ο Αντώνιος ήλπιζε ο πόλεμος να διεξαχθεί στην Ιταλία, όμως ο Οκταβιανός και ο Αγρίππας μπόρεσαν να το αποτρέψουν. Το 31 π.Χ. στο Άκτιο, στην ανατολική πλευρά της Αδριατικής, ο στόλος των Ρωμαίων και των Αιγυπτίων αποκλείστηκε και τα σχέδια του Αντωνίου να πολεμήσει στην ξηρά ανατράπηκαν. Αναγνωρίζοντας το μάταιο της κατάστασης, ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα αποχώρισαν από το πεδίο της μάχης, εγκαταλείποντας τους στρατιώτες τους, εκ των οποίων αρκετοί παραδόθηκαν στον Οκταβιανό. Ο Αγρίππας και ο Οκτάβιος έφτασαν στην Αλεξάνδρεια το 30 π.Χ., όπου, αφού εξόντωσαν τα εναπομείναντα στρατεύματα, ο Αντώνιος και ύστερα η Κλεοπάτρα έδωσαν τέλος στην ζωή τους. Μετά από μιάμιση δεκαετία συρράξεων, ο Οκταβιανός ήταν πλέον ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος της Ρώμης.


Η Σύγκλητος προσέφερε στον Οκταβιανό τον τίτλο του Ρωμύλου, όμως εκείνος τον αρνήθηκε. Καταλάβαινε πως εάν δεχόταν την πρόταση, υπήρχε το ενδεχόμενο ο λαός να θεωρήσει την συμπεριφορά του παρόμοια με εκείνη του Καίσαρα και επιθυμούσε, αντιθέτως, να συνεχίσει να θεωρείται ο σωτήρας της δημοκρατίας, παρά ο απόλυτος ηγέτης. Προτίμησε, να συγκεντρώσει τις εξουσίες που του δίνονταν από αξιώματα που ταυτίζονταν ακόμα με την δημοκρατική περίοδο, όπως η υπατεία, αντί να τις αποκτήσει από ένα συγκεκριμένο.



Η κοινώς αποδεχομένη ημερομηνία για το τέλος της δημοκρατικής περιόδου θεωρείται το 27 π.Χ. Τότε, μεταξύ των πολλών τιμητικών τίτλων που του δόθηκαν από την Σύγκλητο, όπως pater patriae (πατέρας της πατρίδος) και princeps (ηγεμόνας), του δόθηκε και αυτός του Augustus (σεβαστού). Ο ίδιος συνέχισε να δηλώνει Αύγουστος μέχρι τον θάνατό του το 14 μ.Χ.  Όμως ο λαός και η Σύγκλητος δεν αισθάνονταν καμία απειλή, έχοντας βρεθεί, εξαιτίας των μεταρρυθμίσεων του Αυγούστου, σε μία περίοδο σταθερότητας μετά από πολλά χρόνια διαφθοράς και πολέμου. Πράγματι, η ύπαρξη μίας ανώτερης μορφής εξουσίας καθιστούσε την λειτουργεία του πολιτεύματος πολύ ομαλότερη.  Το princeps υιοθετήθηκε από τους διαδόχους του, και με το πέρασμα του χρόνου έγινε συνώνυμο με την αυτοκρατορική εξουσία.


Πηγές και Βιβλιογραφία

 

Πηγή

 

               Αύγουστος, Res Gestae Divi Augusti (Μετάφραση W. Eck), στο: “Η εποχή του Αυγούστου”, Αθήνα, εκδ. Πεδίο, 2014, σελ. 185-206.

 

Βιβλιογραφία

 

               A.M., Oxford Classical Dictionary, Λονδίνο, εκδ. Oxford University Press, 2012, σελ. 151.

    J.P.B, Oxford's Classical Dictionary, Λονδίνο, εκδ. Oxford University Press, 2012, 877-878.

    Mary Beard, SPQR: Ιστορία της αρχαίας Ρώμης (μετάφραση Κώστας Κουρεμένος), Αθήνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2017.

    W. Eck, Η εποχή του Αυγούστου (επιμέλεια-μετάφραση Ανδρέας Ν. Μιχαλόπουλος), Αθήνα, εκδ. Πεδίο, 2014.

    Α. Χανιώτης, Η εποχή των κατακτήσεων: Ο ελληνικός κόσμος από τον Αλέξανδρο στον Ανδριανό (336 π.Χ-146 μ.Χ.), Ηράκλειο, εκδ. Πανεπιστημίου Κρήτης, 2021.

    Διονύσης Δ. Χατζόπουλος, Ιστορία του Ρωμαϊκού Κράτους (επιμέλεια Φωτεινή Β. Πέρρα), Αθήνα, εκδ. Ηρόδοτος, 2015.

    Παναγιώτης Γ. Φουγιάς, Κικέρων: Ο ελληνολάτρης φιλόσοφος ρήτορας, Αθήνα, εκδ. Λιβανή, 2001.









Ακολουθήστε το "Εξιστορώντας" στην σελίδα μας στο Facebook, στο προφίλ μας στο Instagarm και κάντε εγγραφή στο κανάλι μας στο YouTube ώστε να μην χάνετε τα νεότερα ιστορικά μας άρθρα και τις συνεντεύξεις μας.

Σχόλια