Λέω πως αυτό το τραγουδάει ο παππούς μου και δεν με πιστεύουν! Ο Φώτης Κατσικάρης θυμάται τον ρεμπέτη παππού του Παναγιώτη Μιχαλόπουλο-(Vid)

Σωτήρης Σουχλέρης

Το όνομα Φώτης Κατσικάρης έχει συνδεθεί με μια μπασκετική πορεία. Ο 55χρονος σήμερα προπονητής, πέρασε από πολλές ομάδες σε Ελλάδα και Ευρώπη και έφτασε να προπονεί την Εθνική για 3 συναπτά έτη. Λίγοι όμως γνωρίζουν ότι ο ίδιος προέρχεται από μια "καλλιτεχνική" οικογένεια και πιο συγκεκριμένα είναι εγγονός του μεγάλου "αρχοντορεμπέτη" Παναγιώτη Μιχαλόπουλου.

Έτσι ο 55χρονος προπονητής άνοιξε την καρδιά του στο "Εξιστορώντας" και τον Σωτήρη Σουχλέρη, διηγώντας άγνωστες ιστορίες του παππού του. Την πορεία του στην δισκογραφία, τα μεγάλα σουξέ, τις συνεργασίες με τον Γιώργο Μητσάκη και τον Λεονάδρο Μουρνέλη αλλά και τα βαριά παιχνίδια που το επιφύλαξε η μοίρα, όταν ο πρώτος του γιος Σταύρος σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό και ο δεύτερος του Μάκης έμεινε τυφλός.

Δείτε παρακάτω ολόκληρο το αφιέρωμα:



Πρώτη ερώτηση και πιο σημαντική, παππούς, μαμά και θείοι όλοι τραγουδιστές εσείς πως βγήκατε μπασκετμπολίστας;

Έχω μια φωνή τι να σου... πω. Δεν πέρασαν τα γονίδια σε εμένα, πέρασαν εκεί που έπρεπε να δοθούν. Όταν ήμουν μικρός όλα τα παιδιά παίζαμε στην γειτονιά ποδόσφαιρο, σε εμένα το μπάσκετ μπήκε τυχαία στην ζωή μου στην Νίκαια. 

Χάρηκε ο παππούς σας που ακολουθήσατε τον αθλητισμό; 

Ναι το χάρηκε πάρα πολύ. Με τον παππού μου έχω μια ξεχωριστή ιστορία. Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος μου έδωσε να καταλάβω κάποια πράγματα πολύ ωμά. Μου έδινε αρκετές συμβουλές όσον αφορά την εφηβεία μου, ορισμένες καταστάσεις που έπρεπε να προσέξω και ήταν περήφανος που ασχολήθηκα με το μπάσκετ. 

            

                                         (Η οικογένεια του Παναγιώτη Μιχαλόπουλου το 1953 σε πανηγύρι στον Μελιγαλά)

Ασχολούταν από μικρός με το τραγούδι;

Δεν είχα συζητήσει αυτές τις ιστορίες μαζί του αλλά από όσα μου έχει διηγηθεί η μητέρα μου, από μικρός είχε αυτό το ταλέντο μια ξεχωριστή φωνή. Όταν θα τραγουδήσεις μόνος σου, θα σε ακούσει και κάποιος άλλος και θα του αρέσεις τότε καταλαβαίνεις. Ήταν ένας πολύ συναισθηματικός άνθρωπος και αυτό του έβγαινε στο πάλκο. Όποτε τραγουδούσε ζούσε όλα τα κομμάτια του. Ήταν ο απόλυτος επαγγελματίας με φοβερό συναίσθημα. Προσωπικά τον έχω δει να βουρκώνει την ώρα που τραγουδούσε, έβγαινε από την καρδιά του.

Ο παππούς σας μπήκε στην δισκογραφία με το "Σαββατόβραδο συννεφιασμένο" του Μητσάκη το 1950, ποιο πριν αληθεύει πως ήταν σε μπουλούκια και γυρνούσε την επαρχεία;

Είναι σωστό αυτό πήγαινε σε πολλά πανηγύρια, για τα οποία μου έχει πει η γιαγιά μου, όπου ο κόσμος τα περίμενε με ανυπομονησία. Να έρθουν στις κωμοπόλεις ή στα χωριά τους οι καλλιτέχνες και να διασκεδάσουν ακούγοντας ζωντανή μουσική. Τότε δεν υπήρχαν μαγαζιά σε αυτές τις περιοχές και ο παππούς είχε πάει σε πάρα πολλά πανηγύρια. Τα αναπολούσε μέχρι που έφυγε. 


Σας είχε διηγηθεί πως κατέβηκε στην Αθήνα και πως γνωρίστηκε με τον Γιώργο Μητσάκη;  

Με τον Μητσάκη είχε μια πολύ δυνατή επαγγελματική σύνδεση. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στην ζωή, αυτή η χημεία που μπορεί να φτιαχτεί και να βγάζει αποτελέσματα είναι μοναδική και φαίνεται σε πολλούς τομείς της ζωής μας. Ο παππούς είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Μητσάκη και αν δείξεις τέτοια εμπιστοσύνη σε έναν άνθρωπο, το αποτέλεσμα θα είναι ακόμα καλύτερο και από αυτό που περιμένει ο ίδιος ο δημιουργός. 

Η συνεργασία τους ήταν αρμονική και γι αυτό βγήκαν τόσο ωραία τραγούδια, τα οποία αγαπήθηκαν, τα ξέρει ο κόσμος και τα ακούει         ακόμα είναι διαχρονικά. Θυμάμαι πως την δεκαετία του 90, όταν τύχαινε να μπαίνουν σε κάποιο κλαμπ έλεγα "αυτό το λέει ο παππούς μου" και με κοιτούσαν με απορία. Αυτή είναι η πραγματική παρακαταθήκη που αφήνει ένας καλλιτέχνης, επειδή τα τραγούδια μένουν για χρόνια. Μου αρέσει πάρα πολύ ο δίσκος "τα Σαΐνια" που είχαν κάνει μαζί οι δυο τους.

Όταν πρωτοήρθε στην Αθήνα άντεχε την νύκτα με ότι αυτό συνεπάγεται;

Εκείνα τα χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Είχε ήδη μια οικογένεια με δύο παιδιά μέσα στην φτώχεια, στην αρχή έμεναν στις εργατικές πολυκατοικίες στην Νίκαια, η γιαγιά δούλευε σε σπίτια και ζούσαν με το μεροκάματο. Όμως ο ίδιος πίστευε στο ταλέντο του. Ήθελε να δώσει καλύτερες συνθήκες στην οικογένειά του, για αυτό έφυγε από τον Λυκότραφο και ήρθε στην Αθήνα όπου υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες ώστε να μεγαλώσει ως τραγουδιστής.

Είχε κάποιον αγαπημένο τραγουδιστή τα χρόνια που ξεκινούσε να δουλεύει, όπως τον Τσαουσάκη;

Όλους τους εκτιμούσε, πάντα εκτιμούσε τις καλές φωνές ο παππούς. Και θέλω να πω κάτι, δεν θα το πω πολύ ωμά ότι αδικήθηκε, όμως δεν πήρε το μερίδιο που του αναλογούσε. Είναι στο "πάνθεο" των τραγουδιστών, όσοι ακούνε λαϊκό και ρεμπέτικο τον αγαπάνε και τον έχουν ψηλά. Αλλά όσον αφορά την δημοσιότητα και το "μπαμ" που έγινε από εκείνη την γενιά καλλιτεχνών που έκαναν καταπληκτικά πράγματα, θεωρώ πως πρέπει να είναι μέσα σε αυτό το γκρουπ.  

Ήταν ένας άνθρωπος πολύ ανοικτός και καθόλου ζηλιάρης, κάτι που υπάρχει σε αυτήν την δουλειά. Αγαπούσε και εκτιμούσε τις καλές φωνές, χωρίς να έχει μέσα του τον ανταγωνισμό με την κακή έννοια. Γιατί δεν είχαν να χωρίσουν και κάτι, όλοι είχαν την δική τους ιστορία, βαθιά και δύσκολη, πως ξεκίνησαν για να φτάσουν να γίνουν πρώτα ονόματα στην Ελλάδα και να αφήσουν έναν μεγάλο θησαυρό για εμάς και τις επόμενες γενιές.     

Ο παππούς σας είχε τραγουδήσει όλα τα είδη, λαϊκά, ρεμπέτικα, καλαματιανά και αμανέδες. Είναι αλήθεια πως εάν έκανε σε δίσκο ότι και στα πανηγύρια θα πουλούσε πάρα πολύ;

Αυτό το έχω ακούσει και εγώ. Η φωνή του ήταν πολύ ιδιαίτερη, στους αμανέδες αν προσέξεις τις αναπνοές του λες "δεν γίνεται". Και εγώ, χωρίς να ξέρω, αναρωτιέμαι όταν ακούω αμανέδες του "πως το κάνει αυτό;", σου σηκωνόταν η τρίχα. Ακόμα και να μην αγαπούσες αυτό το στυλ τραγουδιού το ένιωθες στο κορμί σου ήταν απίστευτο. Ήταν απίστευτη η φωνή του.

Δούλευε μόνος του στα μαγαζιά ή είχε σεγόντα άλλες τραγουδίστριες;

Ναι συνήθως ήταν μόνος. Εγω τον θυμάμαι, από το 1973 έχω εικόνες, όταν πήγαινα με την μητέρα μου στην επαρχεία και θυμάμαι συναυλίες. Έχω πάει μαζί του στο Λονδίνο για δύο μέρες και δεν περίμενα το πόσο κόσμο είχε. Κυρίως κύπριοί και Έλληνες που ζούσαν εκεί και έμεινα άφωνος. Έκανε δυο συναυλίες και έγινε χαμός, αναρωτιόμουν πως όλοι αυτοί ξέρουν τα τραγούδια του, ήταν μεγάλη έκπληξη. 

Στα επόμενα χρόνια δούλευε στο " "Λουζιτάνια" τον συνόδευαν ορισμένοι νέοι τραγουδιστές που συμπλήρωναν το πρόγραμμα και μετά στο ΣΚ που το πήρε με τον γιο του τον Μάκη. Αλλά και εκεί τα σχήματα ήταν παρόμοια.

Τα ρεμπέτικα και τα χασικλίδικα τα είπε σε μεγάλη ηλικία το είχε απωθημένο;

Ποιος ξέρει; Αυτό δεν το έχουμε συζητήσει ποτέ. Εγώ προσωπικά θεωρώ ότι εκείνη την περίοδο που τα είπε ο κόσμος ήθελε να τα ακούσει. Όλα έχουν την εποχή τους και αυτά τα τραγούδια πρέπει να ακουμπούσαν τον κόσμο, ο οποίος ανταποκρινόταν στο κάλεσμα και ήθελε να τα ακούσει. 

Την δεκαετία του 70 υπήρχε ένα μπουζούκι που του ταίριαζε "γάντι" και έκαναν πολλές επιτυχίες μαζί ο Λεονάρδος Μπουρνέλης. Τι σχέση είχαν οι δυο τους πέρα από τα στούντιο;

Οι σχέσεις έγιναν και οικογενειακές πια. Ήταν μαζί σε μαζέματα στο σπίτι τον θυμάμαι πολύ καλά, μεγάλη μορφή, έπαιζε φοβερό μπουζούκι. Είχαμε δεθεί πάρα πολύ και τον θεωρούσαμε μέλος της οικογένειας. Δεν ήταν απλώς συνεργάτες σε ένα μαγαζί ή μέσα στο  στούντιο, η σχέση τους ήταν πολύ στενή. Τον θεωρώ από τα καλύτερα μπουζούκια που έχω ακούσει ποτέ στην ζωή μου.

Θυμάστε τον θάνατο του πρώτου του γιου του θείου σας δηλαδή του Σταύρου;

Ναι το 1975. Ο Σταύρος είχε φοβερή φωνή και έφυγε πολύ νωρίς ήταν μόλις 29 χρονών, τα παιχνίδια που παίζει η μοίρα. Ήταν καθημερινή, Τρίτη νομίζω, οδηγούσε ένα κατσαριδάκι και γυρνούσε από το μαγαζί που τραγουδούσε. Στην Πέτρου Ράλλη ήταν σταματημένο ένα λεωφορείο δίπλα του και τότε βγαίνει ένα βανάκι από απέναντι, έπεσε πάνω του και κυριολεκτικά το διέλυσε. Σε δυο μέρες θα άλλαζε το αυτοκίνητο και λένε πως εάν είχε το καινούργιο θα ζούσε γιατί θα έκανε κάποια κόντρα η μηχανή... τέλος πάντων.

                              (Ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος με τους γιούς του Σταύρο αριστερά και Μάκη δεξιά)

Πραγματικά ήταν ένα σοκ για όλους μας. Και σίγουρα για τον παππού θεωρώ, για κάποιον το να χάνει το παιδί του είναι ότι χειρότερο μπορεί ζήσει. Ο Σταύρος ήταν ένας πολύ ξεχωριστός τραγουδιστής, ο Μάκης πιάνει λίγο στον παππού στην νότα και την φωνή, αλλά ο εκείνος είχε δική του χροιά. Τον είχε πιστέψει ο Τσιτσάνης και τον πήρε μαζί του να δουλέψει στο χάραμα. Και το 1982 έγινε το δεύτερο ατύχημα του Μάκη που τον άφησε τυφλό στην Λακωνία. Δεν είναι καθόλου εύκολο για έναν άνθρωπο να μπορέσει να αντέξει αυτές τις... "ατυχίες". Ειδικά για τον Σταύρο ήταν άδικο να φύγει τόσο νέος.

Εκείνο τον δίσκο "οι αμανέδες του Μιχαλόπουλου" ήθελε και τον έκανε ή το είχε υποσχεθεί και έπρεπε να τον βγάλει;

Σίγουρα το ήθελε, ότι έκανε από εκεί και μετά ήταν δική του επιλογή. Ο παππούς ήταν όπως προ είπα ένας πάρα πολύ συναισθηματικός άνθρωπος και δεν σκεφτόταν καθόλου επαγγελματικά τι τραβάει ή τι αρέσει στον κόσμο. Άμα τον έβλεπες ζωντανά να τραγουδά αυτά τα τραγούδια σου σηκωνόταν η τρίχα, έμπαινε μέσα σου η φωνή του και αν δεν το βγάλεις από την καρδιά σου δεν μπορείς να το πετύχεις.

Ζωντανά ντοκουμέντα δεν ξέρω να υπάρχουν εκτός από μια ηχογράφηση που λέει τρία κομμάτια, έχετε ως οικογένεια κάποιο αρχείο ή βίντεο συναυλιών;

Όχι δεν έχουμε και για αυτό λέγαμε τότε πως θα μπορούσε να είχε μεγαλύτερη προβολή, δεν ξέρω γιατί δεν έγινε αυτό. Περισσότερη προβολή, όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά γιατί μαζί με τα τραγούδια του θα μπορούσε να μαθαίνει ο κόσμος και να έχει μια εικόνα του. Να τον δει και με άλλο μάτι, όχι μόνο μέσα από έναν δίσκο ή μια φωτογραφία. Τότε υπήρχαν εκπομπές με αφιερώσεις στο ρεμπέτικο τραγούδι και πίστευα ότι θα μπορούσε είναι καλεσμένος και να πει τα βιώματά του.

             (Ο Φώτης Κατσικάρης στην Πάτρα το 1973 αγκαλιά με την μητέρα και τον παππού του)

Το λέω και για την ιστορία του πράγματος. Πίσω από τα τραγούδια κρύβονται ιστορίες και ο κόσμος που ακούει λαϊκό και ρεμπέτικο θέλει να μαθαίνει τι κρύβεται πίσω από τέτοια κομμάτια. Καμιά φορά το είχε παράπονο που δεν τον καλούσαν σε εκπομπές, το συζητούσαμε κιόλας. Ήταν νόμος να μαζευόμαστε κάθε Κυριακή μεσημέρι στις 2:30 για μεσημέρι και το συζητούσε με την μητέρα και τους θείους μου. Θα έπρεπε να είχε μια καλύτερη δημοσιότητα, είχε πολλά πράγματα να πει όπως όλα τα "τέρατα" του ρεμπέτικου.

Ο παππούς σας είχε κάποιο αγαπημένο τραγούδι από όλα αυτά που είχε πει; 

Εδώ δυστυχώς δεν θα σε βοηθήσω γιατί αγαπούσε όλα του τα τραγούδια. Σίγουρα και συμφωνώ και έτσι πρέπει να είναι θα είχε ένα που θα ήταν το αγαπημένο του, δεν υπάρχει περίπτωση. Απλά δεν ξέρω πιο είναι, δεν τον είχα ρωτήσει.

Το δικό σας αγαπημένο πιο είναι;

Εντάξει είναι ο "Διαβολάκος" και μετά οι αμανέδες του, ακόμα και σήμερα ανατριχιάζω όταν τα ακούω. Γιατί έχω ζήσει όλη την ιστορία. Μια πραγματική ιστορία που έγινε και μετά βγαίνουν τα τραγούδια με τον χάρο.


Βέβαια ο παππούς σας δεν έφυγε μεγάλος ήταν 68 ετών

Πολύ μικρός. Τότε εγώ ήμουν φαντάρος και πήγα στην Κίνα να παίξω με την Εθνική ενόπλων για το παγκόσμιο πρωτάθλημα. Η τελευταία ανάμνηση που έχω από εκείνον ήταν όταν τον αποχαιρέτησα, ήταν μια χαρά όταν μπήκα στο αεροπλάνο. Και μετά από 10 μέρες έφυγε στις 21 Αυγούστου. Έφυγε γρήγορα με ένα επεισόδιο που είχε με την καρδιά του δεν ταλαιπωρήθηκε. Και μου έχει μείνει στο μυαλό μου η εικόνα του, γιατί δεν πήγα στην κηδεία.

Δεν παρευρέθηκα γιατί η μητέρα μου πήρε τηλέφωνο τον Παναγιώτη Φασούλα, που ήμασταν μαζί στο δωμάτιο και του είπε "έφυγε ο παππούς του Φώτη αλλά δεν θέλω να του το πεις, δεν θέλω να γυρίσει". Θα μπορούσα να θυμώσω γιατί δεν ήμουν εκεί, βέβαια δεν έζησα το κομμάτι του να πας στο νεκροταφείο και να αποχαιρετήσεις έναν δικό σου άνθρωπο. Έτσι, μου έχει μείνει για πάντα στον νου το χαμόγελο του και η μυρωδιά του, ακόμα θυμάμαι την κολόνια του. Και φυσικά το μουστάκι του.


                                        (Παναγιώτης Μιχαλόπουλος 1924-1992)

Ακολουθήστε το "Εξιστορώντας" στην σελίδα μας στο Facebook, στο προφίλ μας στο Instagarm και κάντε εγγραφή στο κανάλι μας στο YouTube ώστε να μην χάνετε τα νεότερα ιστορικά μας άρθρα και τις συνεντεύξεις μας.

Σχόλια