Όταν ο “Αντίχριστος” ανακατέλαβε την Ιερουσαλήμ: Ο Φρειδερίκος Β' της Σικελίας


Φωκίων Δανιηλίδης

Ο Φρειδερίκος γεννήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1194. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Ερρίκου Στ' της δυναστείας των Χοχενστάουφεν και της βασίλισσας τις Σικελίας Κωνσταντία των Ωτβίλ. Μεγάλωσε στην καρδιά της πολυπολιτισμικής Σικελίας και έλαβε από νεαρή ηλικία πλούσια μόρφωση. Το νησί, έχοντας υποστεί κατακτήσεις από διαφορετικούς πολιτισμούς ανά τους αιώνες, είχε πλέον εξελιχθεί σε μοναδικό πολιτισμικό κέντρο. Ως ενήλικας μιλούσε άπταιστα Λατινικά, Ελληνικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Αραβικά και Σικελικά, θαύμαζε ιδιαίτερα τον αρχαίο πολιτισμό, και ήταν παράλληλα διακεκριμένος ποιητής, συγγραφέας, και επιστήμονας. Γνωστός στην Ευρώπη ως stupor mundi (το θαύμα του κόσμου), τον χαρακτήριζε πρωτοφανείς λαμπρότητα για τα δεδομένα της εποχής και η συμβολή του στην ιταλική κουλτούρα είναι αδιαμφισβήτητης σημασίας. Σε πολλά ιστορικά έργα περιγράφεται κατά κάποιον τρόπο, ως μία avant la lettre αναγεννησιακή μορφή.

            

Ο Φρειδερίκος στέφθηκε για πρώτη φορά βασιλιάς μετά τον θάνατο του πατέρα του σε ηλικία μόλις τριών ετών στις 17 Μαΐου 1198. Σύντομα, μετά την στέψη του, αποχωρίστηκε και την μητέρα του και ο νεαρός Χόχενστάουφεν υπήρξε θύμα του καισαροπαπισμού. Την κηδεμονία του ανέλαβε ο πάπας Ιννοκέντιος Γ' και μέχρι την ενηλικίωσή του το 1208, οι Γερμανοί στρατηγοί κυβερνούσαν το βασίλειο της Σικελίας. Μολονότι ο πάπας σεβάστηκε τα δικαιώματα του Φρειδερίκου στον θρόνο της Σικελίας, τελικά αρνήθηκε να επικυρώσει την στέψη του ως αυτοκράτορας, στερώντας τον από τα αυτοκρατορικά του δικαιώματα. Αντιθέτως, υπό την υποστήριξη των πριγκίπων, το 1209 στέφθηκε αυτοκράτορας ο Όθων Δ' στην θέση του.

    


Βασικός λόγος για την συγκεκριμένη απόφαση αποτελούσε η καταγωγή των δύο ανδρών. Ο Φρειδερίκος ανήκε στον οίκο των Χοχενστάουφεν, ενώ ο Όθων σε εκείνον των Γουέλφων. Οι Χοχενστάουφεν ανέκαθεν εναντιώνονταν στην παποσύνη, ενώ οι Γουέλφοι  υποστήριζαν ανοιχτά την υπεροχή της από την έριδα της περιβολής, καθιστώντας τους  πιο επιθυμητούς στα μάτια του πάπα. Επιπλέον, ο Φρειδερίκος είχε, λόγω της κληρονομιάς του, δικαιώματα τόσο τον Σικελιανό, όσο και στον Γερμανικό θρόνο. Η ενοποίηση του βασιλείου της Σικελίας με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν, προφανώς, ένα αποτέλεσμα που ο Ιννοκέντιος ήθελε να αποφύγει με κάθε κόστος. Εν τούτης, ο Όθων κατέληξε να συγκρουστεί ευθέως με τον πάπα, αν και αρχικά είχε συμφωνήσει να τον υποστηρίξει.

             

Έχοντας πειστεί από τους ευγενείς την Πίζας να ακυρώσει την συμφωνία με τον Ιννοκέντιο κινήθηκε  προς την κεντρική Ιταλία με τα στρατεύματά του, με σκοπό να κυριαρχήσει ολόκληρη την Ιταλία, συμπεριλαμβανομένου τα εδάφη που είχε κατασχέσει ο πάπας και την επικράτεια των Χοχενστάουφεν. Ο Όθων κατάφερε να φτάσει μέχρι την Ρώμη, όπου απαίτησε να αναγνωριστούν τα αυτοκρατορικά του δικαιώματα. Ο Ιννοκέντιος, πλέον εξοργισμένος με τις πράξεις του αυτοκράτορα, αφόρισε τον Όθωνα και, ως αίσχατη επιλογή, αποφάσισε να υποστηρίξει την εκλογή του Φρειδερίκου ως τον νέο αυτοκράτορα. Παρά την υποχώρηση και τις παρακλήσεις του Όθωνα, ο Φρειδερίκος τελικά στέφθηκε για δεύτερη φορά βασιλιάς στις 23εις Ιουλίου 1215 με την υποστήριξη των πριγκίπων της Ιταλίας και του βασιλιά Φίλιππου Αυγούστου οι οποίοι ήταν επίσης δυσαρεστημένοι. Ωστόσο, ο Φρειδερίκος δεν στέφθηκε επίσημα αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι τις 22 Νοεμβρίου του 1220 στην Ρώμη από τον νέο πάπα, Ονώριο Γ.

            

Παρά την τελική στέψη του, ο αυτοκράτορας δεν ξέχασε ποτέ την μεταχείρισή του στα χέρια της παποσύνης. Η σημαντική πλειονότητα των αποφάσεων και των έργων του είχαν ως απότερο σκοπό να αποδυναμώσουν την επιρροή του πάπα στην Σικελία, με κύριο παράδειγμα την ίδρυση του πανεπιστημίου της Νάπολης, του πρώτου πραγματικά κρατικού πανεπιστημίου της ιστορίας, στο οποίο ο πάπας δεν είχε καμία εξουσία και εφάρμοσε μέτρα προκειμένου να προσελκύσει του νέους και να τους απομακρύνει από τα αντίστοιχα ιδρύματα της παποσύνης. Αν και παρέμενε χριστιανός, η πίστη του έμοιαζε περισσότερο με εκείνη των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Θεωρούσε τον εαυτό του εκπρόσωπο του Θεού επί της γης. Δεν δεχόταν να υποταχθεί στις επιταγές κανενός, ούτε αν αυτός ήταν ο πάπας της Ρώμης.

            

Σύμφωνα με τον ίδιο, ο χριστιανισμός χρειαζόταν άμεσες μεταρρυθμίσεις και να υιοθετήσει κατηγορηματική πολιτική, μία άποψη που υποστήριξε έμπρακτα. Έδειξε ιδιαίτερη βιαιότητα όταν κινήθηκε κατά του μουσουλμανικού πληθυσμού του βασιλείου το 1222-1224 και τους επιζώντες προσπάθησε να τους εκχριστιανίσει, ενώ πολλοί χρησιμοποιήθηκαν ως υπηρέτες του. Παράλληλα με τους φεουδάρχες και τους μουσουλμάνους, ο αυτοκράτορας έβαλε ως στόχο να υποτάξει τους αιρετικούς θεσπίζοντας δρακόντεια μέτρα εις βάρος τους. Ο Φρειδερίκος, όπως και οι υπόλοιποι Χοχενστάουφεν, δεν έδειχνε παρά έναν τυπικό σεβασμό απέναντι στην καθολική εκκλησία. Αν και υπερασπίστηκε συγκεκριμένα προνόμιά της στην Σικελία, στην πραγματικότητα συνεργαζόταν αποκλειστικά σε περιπτώσεις όπου ήταν αναγκαίο ή στις οποίες είχε προσωπικό όφελος.

            

Το 1227, ο Ονώριος εξανάγκασε τον αυτοκράτορα να ξεκινήσει μία σταυροφορία προς τους Αγίους Τόπους απειλώντας πως θα τον αφορίσει εαν αποτύγχανε. Αν και η σταυροφορία ξεκίνησε, ο νέος πάπας, ο Γρηγόριος, αφόρισε ούτως η άλλως τον Φρειδερίκο, καθώς εκείνος αδυνατούσε να αποχωρίσει μαζί με τα στρατεύματά του στην Ιερουσαλήμ, λόγω ξαφνικής νόσησης. Πλέον, απαγορευόταν να συμμετέχει στην ίδια του την εκστρατεία, αλλά μόλις ανάρρωσε αποχώρισε κι αυτός στην Ανατολή, παρά τις εντολές του πάπα. Ο Γρηγόριος επανέλαβε τον αφορισμό του, ωστόσο ο αυτοκράτορας συνέχισε την αποστολή του. Είχε σκοπό να ανακαταλάβει την Ιερουσαλήμ για προσωπικό του όφελος και να αναγνωριστεί ως βασιλιάς της, έναν τίτλο που είχε αποκτήσει μέσω γάμου με την πριγκίπισσα Ισαβέλλα.


            

Ο Χόχενστάουφεν γνώριζε πως μετά τον αφορισμό του ο στρατός του ήταν αποδυναμωμένος, καθώς πολύ από τους στρατιώτες του τον εγκατέλειψαν. Ως εκ τούτου, επέλεξε μία ασυνήθιστη για σταυροφορικά δεδομένα τακτική, την διπλωματία. Ο σουλτάνος Αλ-Καμίλ ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί μαζί του, θέλοντας να τερματίσει την σταυροφορία όσο πιο σύντομα γινόταν. Με την υπογραφή συνθήκης ειρήνης, το 1229 ο η Ιερουσαλήμ ανακαταλήφθηκε για τελευταία φορά από τους χριστιανούς, σε μία σταυροφορία διπλωματίας.

            

Ο πάπας, όντας οργισμένος που ένας αφορισμένος κατέλαβε την Ιερή Πόλη μετά από πολλές αποτυχημένες σταυροφορίες, εισέβαλε στο βασίλειο της Σικελίας, με την ενίσχυση των Γενουάτων. Ο Φρειδερίκος επέστρεψε εγκαίρως και απέκρουσε τα παπικά στρατεύματα και τον γενουατικό στόλο. Είχε την ευκαιρία να προσαρτήσει τα παπικά κράτη στην επικράτειά του, ωστόσο ο θάνατος του Γρηγόριου τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Σικελία. Μία επίθεση μετά τον θάνατο του πάπα θα σήμαινε πόλεμο με την ίδια την καθολική εκκλησία.

            

Στην θέση του Γρηγόριου εκλέχθηκε ο Ιννοκέντιος Δ', ο οποίος ήταν αποφασισμένος να υποτάξει οριστικά τον αυτοκράτορα. Ο νέος πάπας επανέλαβε τον αφορισμό του Φρειδερίκου και ένα από τα στελέχη του τον ονόμασε “Αντίχριστο”. Ο αυτοκράτορας συνέχισε να αντιστέκεται στην παποσύνη, μέχρι την ήττα του στην μάχη της Πάρμας (1244), όπου αποφάσισε να υποχωρήσει και να μείνει μέχρι τον θάνατό του στην Σικελία.



                                                                   (Η μάχη της Πάρμας)


Ο Φρειδερίκος πέθανε το 1250 και ο θάνατός του σήμαινε έμμεσα το τέλος για το βασίλειό του και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η Σικελία κατακτήθηκε από τους Ανζού το 1266 ενώ δεν υπήρξε άλλος αυτοκράτορας της Δύσης που κατάφερε να υπερισχύσει έναντι των φεουδαρχών, καθιστώντας την μία δαιδαλώδεις οντότητα που παρέμενε αυτοκρατορία μονάχα στον τίτλο της. Παράλληλα, πέρα από την δυτική Ευρώπη, τον θρήνησαν και ορθόδοξοι όπως το κράτος της Νίκαιας, καθώς o Ιωάννης Γ' είχε παντρευτεί την Κωνσταντία, μία από τις κόρες του Φρειδερίκου. Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Δάντης, όντας υποστηρικτής των Ουέλφων, τον ανέφερε στην Θεία Κωμωδία, τοποθετώντας τον στον έκτο κύκλο της κόλασης μαζί με τους αιρετικούς και τους υπόλοιπους εχθρούς της εκκλησίας. Το πανεπιστήμιο της Νάπολης παραμένει ενεργό μέχρι σήμερα, υπό τον τίτλο Università degli Studi di Napoli Federico II.  


Ακολουθήστε το "Εξιστορώντας" στην σελίδα μας στο Facebook, στο προφίλ μας στο Instagarm και κάντε εγγραφή στο κανάλι μας στο YouTube ώστε να μην χάνετε τα νεότερα ιστορικά μας άρθρα και τις συνεντεύξεις μας.


Βιβλιογραφία

 

               A. Robert Pennington “The emperor Frederick II of the house of Hohenstaufen”, στο: Transactions of the Royal Historical Society, τχ. 1 (1883-1884), σελ. 133-157.

     Angeliki Laiou, The oxford hanbook of byzantine studies, Οξφόρδη, εκδ. Oxford University Press, 2008.

     Bjorn K. U. Weiller, Encyclopedia of the Crusades τόμος B' (επιμέλεια Alan v. Murray), Santa Barbara, California, εκδ. ABC-CLIO, 2006

                Charles H. Haskins, “Latin Literature under Frederick II”, στο: Speculum, τχ. 3, σελ. 129-151.

     D. Abulafia, Mediterranean Encounters, Economic, Religious, Political, 1100-1550, Faranham, εκδ. Ashgate, 2000.

     Gary M. Darke, “The Palaces of Frederick II”, στο: Studies in the History of Art, τχ. 44 (1994), σελ. 179-186.

                H. J Pybus, “The emperor Frederick II and the Sicilian Church”, στο: The Cambridge Historical Journal, τχ. 3, σελ. 134-163.

     Hans E. Mayer, The crusades, Οξφόρδη, εκδ. Oxford University Press, 1988.

                James M. Powell, “Church and Crusade: Frederick II and Louis IX”, στο: The catholic historical review, τχ. 92, σελ. 251-264.

                James M. Powell, “Frederick II and the Church in the Kingdom of Sicily”, στο: Church history, τχ. 30 (1961), σελ. 28-34.

                James M. Powell, The Crusades, The Kindom of Sicily and the Mediterranean, New York, εκδ. Ashgate, 2006.

 



Σχόλια