Ιντι Αμίν Νταντά: Ο "τελευταίος βασιλιάς της Σκωτίας"




Σωτήρης Σουχλέρης

Ίσως ο πιο αναγνωρίσιμος δικτάτορας της Αφρικής. Η ιστορία του σκοτεινή και περίεργη, γεμάτη θρύλους, κατηγορίες, δολοφονίες, ακρότητες και γέλιο. Κι όμως, ο γνωστός ως "Σφαγέας" της Ουγκάντα παραμένει αξέχαστος και δημοφιλής στην χώρα του.

Σήμερα το "Eξιστορώντας" θα προσπαθήσει να βγάλει ένα, όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικό συμπέρασμα, για την πορεία του ανθρώπου που χόρευε μπροστά από άρματα, η ζωή του έγινε ταινία, κατηγορήθηκε για ανθρωποφαγία και υπήρξε πρωταθλητής στο μποξ.



Θα μπορούσε να γίνει ολυμπιονίκης

Ο Ίντι Αμίν γεννήθηκε στο Koboko, από πατέρα της φυλής Kakwa και μητέρα της φυλής Lugbara. Το 1946, εντάχθηκε στο King's African Rifles (KAR), δηλαδή τον Βρετανικό Αποικιακό Στρατό ως μάγειρας. Διακρίθηκε για την ικανότητά και την σκληρότητά  του. Ταυτόχρονα με την στρατιωτική του καριέρα, ξεκίνησε μια λαμπρή σταδιοδρομία στο μποξ. Ο Amin ήταν αθλητής κατά τη διάρκεια της θητείας του στον βρετανικό στρατό όσο και στον αυτόν της Ουγκάντα. Με ύψος 1,93μ. και ισχυρή σωματική διάπλαση, ήταν ο πρωταθλητής βαρέων βαρών της Ουγκάντα ​​στην πυγμαχία από το 1951 έως το 1960, καθώς και κολυμβητής. 

Στρατιωτική ανέλιξη

Στις 9 Οκτωβρίου του 1962 η Ουγκάντα κέρδιζε την ανεξαρτησία της από τους Βρετανούς και λίγο αργότερα ο Μίλτον Ομπότε σχημάτιζε την πρώτη κυβέρνηση. Έναν χρόνο νωρίτερα, ο Αμίν είχε γίνει σταδιακά ένας από τους μόλις δύο υπολοχαγούς της Ουγκάντας. Διακρινόταν για την σκληρότητα και την ικανότητά του στις μάχες, παρότι οι βρετανοί διοικητές του τον αντιμετώπιζαν με φόβο και τον θεωρούσαν μη ψυχικά ισορροπημένο. 

                                                       (Ο Αμίν σε ηλικία 34 ετών)

Μετά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας, παρά τη βρετανική οδηγία να του ασκηθεί δίωξη για παράβαση στρατιωτικών εντολών και για θηριωδίες στα σύνορα Ουγκάντας – Κένυας, ο Ομπότε τον προστάτευσε και το 1962 προήχθη σε λοχαγό και το επόμενο έτος σε ταγματάρχη, οπότε και επελέγη για εκπαίδευση στη βρετανική σχολή πεζικού Wiltshire.



Η στάση του στρατεύματος το 1964 με αίτημα τη γενικότερη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, όμοια της Force Publique στο Κονγκό μετά την ανεξαρτησία του 1960, αναβάθμισε τη θέση του στρατού στην πολιτική σκηνή της χώρας. Ο Αμίν προήχθη σε συνταγματάρχη και τελικά, το 1970 μετά και την εκδίωξη του Βασιλιά Μουτέσα, σε αρχηγό του στρατού. 

Πραξικόπημα του 1971

Ο Μίλτον Ομπότε ήταν φανερά κομμουνιστής και εφάρμοσε σοβιετικού τύπου σοσιαλιστικές πολίτικές στην Ουγκάντα, εθνικοποιώντας τις παραγωγικές πηγές και τα εργοστάσια. Παρόλα αυτά η οικονομία δεν σημείωνε πρόοδο και οι διώξεις του καθεστώτος του ήταν συνεχείς. Ουσιαστικά κατέστη ντε φάκτο δικτάτορας, εγκαθιδρύοντας μονοκομματικό κράτος και καθεστώς διώξεων και απάνθρωπων βασανιστηρίων. Ο Αμίν είχε γίνει φρουρός του, όμως το 1970 κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση χρήματος.



Έχοντας μάθει ότι ο Ομπότε σχεδίαζε να τον συλλάβει για κατάχρηση κεφαλαίων του στρατού, ο Αμίν κατέλαβε την εξουσία με στρατιωτικό πραξικόπημα στις 25 Ιανουαρίου 1971, ενώ ο Ομπότε συμμετείχε σε μια σύνοδο κορυφής της Κοινοπολιτείας στη Σιγκαπούρη. Στρατεύματα πιστά στον Αμίν σφράγισαν το διεθνές αεροδρόμιο Entebbe και κατέλαβαν την πρωτεύουσα Καμπάλα. Στρατιώτες περικύκλωσαν την κατοικία του προέδρου και απέκλεισαν σημαντικούς δρόμους και κτήρια. 

Μια εκπομπή στο Radio Uganda κατηγόρησε την κυβέρνηση του Obote για διαφθορά και προνομιακή μεταχείριση της φυλής Lango. Τα πλήθη ζητωκραύγαζαν στους δρόμους της Καμπάλα, μετά τη ραδιοφωνική μετάδοση. Το πραξικόπημα βρήκε τον λαό ανακουφισμένο και έμοιαζε περισσότερο με επανάσταση στην αρχή.

(Ο Αμίν το πρωί ανάμεσα σε 10.000 κόσμο)

Ο Αμίν, ο οποίος παρουσιάστηκε ως στρατιώτης και όχι πολιτικός, δήλωσε ότι η νέα στρατιωτική κυβέρνηση θα παραμείνει μόνο ως υπηρεσιακό καθεστώς μέχρι τις νέες εκλογές, οι οποίες θα διεξαχθούν όταν η κατάσταση ομαλοποιηθεί. Υποσχέθηκε επίσης να απελευθερώσει όλους τους πολιτικούς κρατούμενους που είχε συλλάβει το προηγούμενο καθεστώς, πράγμα που έγινε μέσα σε έναν μήνα.


Ο κόσμος τον είδε ναι μεν με αγάπη και ως απελευθερωτή από τον τύραννο Ομπότε, αλλά δεν περίμενε ότι θα έκλινε ούτε εξάμηνο στην εξουσία. Δεν είχε κανένα πολιτικό πρόγραμμα για το μέλλον, μιλούσε σπαστά αγγλικά και δεν φαινόταν ικανός για πρόεδρος. Παρόλα αυτά ο ίδιος θα κυβερνούσε για 8 χρόνια.



Η εκδίωξη των Ινδών

Προκειμένου, αρχικά, να έχει ελευθερία κινήσεων, ο Αμίν επιχείρησε τον αφανισμό της εγχώριας «ελίτ», πραγματοποιώντας εκτεταμένες διώξεις και αναπληρώνοντας τις κενές θέσεις με δικούς του υποστηρικτές. Στο στόχαστρο βρέθηκαν αμέσως μετά οι Ασιάτες πολίτες της Ουγκάντας, καθώς διατάχθηκε η φυγή τους από τη χώρα, με τη δικαιολογία της δήθεν αρνητικής επίδρασής τους στην οικονομία, αν και στην πραγματικότητα ίσχυε ακριβώς το αντίθετο. 



Η αποχώρησή τους έπρεπε, μάλιστα, να πραγματοποιηθεί στο σύντομο διάστημα των τριών μόλις μηνών και μόνο με 100 δολάρια στην κατοχή τους. Σε μόλις 90 ημέρες, ο αριθμός των απελάσεων ανήλθε στα 70.000 άτομα! Οι περιουσίες τους, δε, δημεύτηκαν προς «όφελος» της εθνικής οικονομίας. Το περίεργο είναι πως η κίνηση αυτή απέδωσε καρπούς μέσα σε 2 χρόνια και η οικονομία, που είχε περάσει πλέον σε τοπικά χέρια, σημείωσε μεγάλη πρόοδο.

                                                      (Πρωτοσέλιδο του Time το 1976)
                                
Διακυβέρνηση φαρσοκωμωδία

Μέχρι και το 1973 θα κυβερνά με ήπιο προσωπείο, ασκώντας διώξεις και δολοφονίες στους αντιφρονούντες και στους πιστούς του Ομπότε, ο οποίος τον κατήγγελλε διεθνώς. Παρά ταύτα, το 1975 κατάφερε να εκλεγεί πρόεδρος του Οργανισμού Αφρικανικής Ένωσης. Πλέον μιλούσε δημόσια εναντίον του Ισραήλ, εκτοξεύοντας απειλές και συμμαχώντας με τον Καντάφι για την προμήθεια όπλων. Εμφανιζόταν ως υπέρμαχος των Παλαιστινίων, στους οποίους προσέφερε για αρχηγείο τους την πρεσβεία των Ισραηλινών.

                                                        (Σαντάμ, Καντάφι, Αμίν και Σαντάτ)

Ανέπτυξε πολύ καλές σχέσεις με την Κένυα, το Ιράκ, εν μέρη τις ΗΠΑ διότι εμφανίστηκε ως αντικομουνιστής, την Ινδία, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και τον δικτάτορα Μποκάσα, όπως και το Ζαΐρ του Μομπούτου. Στα πρώτα χρόνια της προεδρίας του επισκέφτηκε και το Ισραήλ πριν οι σχέσεις διαταραχθούν.


Τον Ιούλιο του 1976, επετράπη σε 2 μέλη του Παλαιστινιακού μετώπου, που είχαν κάνει αεροπειρατεία σε ένα αεροσκάφος της Air France, στο οποίο επέβαιναν αρκετοί Ισραηλινοί, να το προσγειώσουν στο αεροδρόμιο Εντέμπε. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνει πολύνεκρη επιχείρηση από Ισραηλινούς κομάντος, για να απελευθερώσουν τους ομήρους. Πλέον, είχε απέναντί του όλη τη διεθνή κοινότητα.

Η επιρροή του Μποκάσα

Ο Ζαν Μπεντέλ-Μποκάσα επισκέφτηκε την Ουγκάντα, στις 12 Φεβρουαρίου του 1973 και η εμφάνισή του άφησε τους κατοίκους άφωνους, όπως και τον Αμίν. Ο μετέπειτα αυτοκράτορας φορούσε στρατιωτική στολή με πάνω από 20 παράσημα, ενώ ο Αμίν είχε μόλις δύο. Αυτή η συνάντηση επηρέασέ πολύ τον Ίντι, που από τότε ξεκίνησε να αντιγράφει το στυλ του, ράβοντας συνέχεια παράσημα στην δική του στολή.



Αντισημιτισμός και ύμνοι στον Χίτλερ

Ταυτόχρονα οι λόγοι και οι δηλώσεις του άρχισαν να γίνονται όλο και πιο δυσνόητοι αλλά και απειλητικοί. Σε μια συνέντευξή του είχε πει, πως ο σκοπός του είναι να καταστρέψει το Γιοχάνεσμπουργκ και την Νότια Αφρική. Το 1972 έγραψε σε τηλεγράφημα που έστειλε  στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Kurt Waldheim, τα εξής:

 «Η Γερμανία είναι το μέρος όπου όταν ο Χίτλερ ήταν πρωθυπουργός και ανώτατος διοικητής και έκαψε πάνω από έξι εκατομμύρια Εβραίους. Αυτό συνέβη γιατί ο Χίτλερ και όλος ο Γερμανός λαός γνώριζαν ότι οι Ισραηλινοί δεν είναι άνθρωποι που εργάζονται για το συμφέρον του κόσμου και γι' αυτό έκαψαν ζωντανούς τους Ισραηλινούς με αέριο στο έδαφος της Γερμανίας».



Αυτή η δήλωση θεωρήθηκε από κάποιους ως ένδειξη συμπάθειας προς τον Γερμανό δικτάτορα, δεν είναι όμως η μόνη για την οποία έχει μείνει στην ιστορία. Το 1975, όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο για το εάν η ελευθερία του λόγου προστατεύεται στην Ουγκάντα, η απάντησή του ήταν... το λιγότερο μυστήρια. 

"Υπάρχει ελευθερία του λόγου, αλλά δεν μπορώ να εγγυηθώ την ελευθερία μετά τον λόγο"


Βασιλιάς της Σκωτίας

Από το 1977 φάνηκε πως τον είχε κυριεύσει παράνοια. Προχώρησε σε φυλακίσεις, εξορίες και βασανιστήρια. Έφτασε μάλιστα να δώσει στον εαυτό, ίσως τον μεγαλύτερο τίτλο που υπήρξε στην ιστορία, o οποίος ήταν:

"Η Εξοχότητά του, Ισόβιος Πρόεδρος , Στρατάρχης Al Hajj Doctor Idi Amin Dada, VC, DSO, MC, Άρχοντας όλων των Κτηνών της Γης και των Ψαριών της Θάλασσας και Κατακτητής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην Αφρική γενικά και στην Ουγκάντα ​​ειδικότερα."

Όντως ζηλευτός και μεγάλος... τίτλος. Ο ίδιος , αργότερα, αυτοδιαφημιζόταν ως ο "τελευταίος βασιλιάς της Σκωτίας". Για να δείξει μάλιστα την κατάκτηση των λευκών έβαζε συχνά δημοσιογράφους να τον προσκυνούν και να του υποβάλουν ερωτήσεις γονατιστοί.



(Λευκοί άνδρες κουβαλούν τον Ίντι Αμίν και το «θρόνο» του και τον προσκυνούν)

Ενας τέως πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ουγκάντα, ο καθηγητής Τόμας Μελάντι, εξομολογήθηκε ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν έδωσε την παραμικρή προσοχή στις προειδοποιήσεις του σχετικά με την κατάσταση στη χώρα. Η μόνη φορά που η Ουάσιγκτον επέπληξε τον Νταντά ήταν όταν επέκρινε τον βομβαρδισμό του Βιετνάμ επί Νίξον. Και βέβαια, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο που οδήγησε τον Αμερικανό πρόεδρο στην παραίτηση, ο Αμίν τού έστειλε ένα τηλεγράφημα όπου του ευχόταν «ταχεία ανάρρωση του Γουοτεργκέιτ». 


Τα τηλεγραφήματα του δικτάτορα είναι άξια για ένα χωριστό κεφάλαιο στην ανθολογία του παραλόγου, όπως εκείνο που έστειλε στον πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ, που άρχιζε με τα λόγια «Σε αγαπώ» και τελείωνε ζητώντας του να παραιτηθεί για να βάλει «έναν μαύρο» στη θέση του. Η διεθνής κοινότητα τον θεωρούσε γραφικό και ανάξιο προσοχής, όμως με τα χρόνια έβλεπαν πως θα έπρεπε να λάβουν μέτρα εναντίον του.

Ανθρωποφαγία

Όπως συμβαίνει με κάθε δικτάτορα στην ιστορία, έτσι και ο Αμίν κατηγορήθηκε πως είχε ορισμένα, ας πούμε ιδιαίτερα φετίχ. Μετά την ανατροπή του, φρουροί και μάγειροί που δούλευαν στην προεδρική κατοικία, ανέφεραν πως ο ίδιος είχε ζητήσει να του ετοιμάσουν δείπνο από ανθρώπινη σάρκα. Γι αυτήν την κατηγορία δήλωσε, γελώντας, το 1979: "δεν μου αρέσει το ανθρώπινο κρέας είναι πολύ αλμυρό για εμένα.".



Το 1978, σε μια δεξίωση, ο Αμίν πήγε τους καλεσμένους, όπως ανέφεραν οι ίδιοι, στο ψυγείο, άνοιξε την πόρτα και τους επέδειξε μέλη ανθρώπινου σώματος, μεταξύ αυτών και 3 κεφάλια. Άλλη μια κατηγορία, ήταν πως το σπίτι του συνδεόταν, μέσω υπόγειας σήραγγας, με την διαβόητη φυλακή Makindye, όπoυ απάνθρωπα βασανιστήρια και εκτελέσεις λάμβαναν χώρα. Κατηγορήθηκε επίσης πως λάμβανε και ιδιος μέρος στους βασανισμούς, κάτι που ουδέποτε απεδείχθη.

Οι κατηγορίες για κανιβαλισμό ήταν πιθανότατα φτιαχτές από τον Ομπότε στην προσπάθεια του να τον εξευτελίσει διεθνώς και να ξαναπάρει την εξουσία. Όμως μετά την πτώση του, οι απώλειες ανήλθαν σε 300.000 θύματα, τα οποία πετιούνταν σε ποτάμια, των οποίων τα νερά κοκκίνιζαν. 
  
Πόλεμος με Τανζανία και εξορία

Το 1977 οι χώρες της Κοινοπολιτείας υπέγραψαν στο Λονδίνο ένα έγγραφο όπου καταδίκαζαν επίσημα την κυβέρνηση του. Ο Αμίν παρέμεινε στην εξουσία ως τον Ιανουάριο του 1979. Λίγους μήνες πριν, είχε διατάξει την παραβίαση των συνόρων με την Τανζανία από τον στρατό της Ουγκάντας. Αυτή η κίνηση προκάλεσε τον πρόεδρο Τζούλιους Νυερέρε να διατάξει εισβολή των τανζανικών στρατευμάτων στη χώρα. 

Παρότι ο Αμίν υποχώρησε πίσω στα σύνορα, η γειτονική χώρα δεν αρκέστηκε στην οπισθοχώρηση και σε λιγότερο από 2 μήνες κατέλαβαν την πρωτεύουσα Καμπάλα. Ο Αμίν διέφυγε με ελικόπτερο, δηλώνοντας ότι δεν μετανιώνει για τίποτα και πως μαύρες μέρες θα βρουν την Ουγκάντα. 
 

Πήρε τις γυναίκες του (ήταν μουσουλμάνος, παντρεύτηκε έξι φορές και είχε καμιά τριανταριά παιδιά) και διέφυγε στην Λιβύη του Μουαμάρ Καντάφι και μετά στο Ιράκ. Αργότερα αποσύρθηκε στη Σαουδική Αραβία, μια χώρα που διαχρονικά εμφανίζεται μάλλον πρόθυμη να φιλοξενήσει πρώην τυράννους. 

                             

Οι πολίτες της Ουγκάντα θεωρούν πως έκανε περισσότερο καλό παρά κακό και δεν έχουν, εν μέρη, άδικο. Επι προεδρίας του η οικονομία λειτουργούσε πολύ καλά, κτίστηκαν δομές και επιχειρήσεις, ήταν ο πρώτος που έφερε την έγχρωμη τηλεόραση στην χώρα και θεωρείται ο πατέρας της οικονομικής ανεξαρτησίας. 

Πέθανε το 2003 χωρίς να λογοδοτήσει ποτέ στη Δικαιοσύνη για τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα που άφησε πίσω του. 

Ακολουθήστε το "Εξιστορώντας στην σελίδα μας στο Facebook, στο προφίλ μας στο Instagarm και κάντε εγγραφή στο κανάλι μας στο YouTube ώστε να μην χάνετε τα νεότερα ιστορικά μας άρθρα και τις συνεντεύξεις μας. 

Σχόλια