Αφιέρωμα στην οικογένεια Υψηλάντη: Αλέξανδρος Υψηλάντης Μέρος Α'

 

Σωτήρης Σουχλέρης

Φαναριώτικη οικογένεια με Βυζαντινή ιστορία:

Οι ρίζες των Υψηλάντηδων κρατούν απ’ την Βυζαντινή Αυτοκρατορία του 1200 μ.Χ. Ήταν μια απ’ τις παλατιανές οικογένειες που ακολούθησαν τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό για να ιδρύσουν την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, όταν η Πόλη έπεσε στα χέρια των Λατίνων το 1204 μ.Χ. Είχαν φτάσει να συγγενέψουν με τους Κομνηνούς διότι τους προσέφεραν μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες. Μετά την πτώση της Τραπεζούντας, το 1461, γύρισαν στην Πόλη. Το 1655 ο Αντίοχος Υψηλάντης εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Σύντομα τα μέλη της ανήλθαν σε υψηλές θέσεις του Πατριαρχείου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συγκεκριμένα μέλη της έγιναν μεγάλοι διερμηνείς (δραγουμάνοι),  διπλωμάτες και ηγεμόνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Παρά το σχετικά καλό κλίμα στις σχέσεις τους, το 1806 επήλθε οριστική ρήξη της οικογένειας με τον Σουλτάνο και ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης αυτομόλησε στην Ρωσία, μετα 7 παιδιά του, συγκεκριμένα στο Κίεβο. Εκεί δημιουργήθηκε μία νέα οικία των Υψηλάντηδων, όπου μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν οι γιοί του Δημήτριος και Αλέξανδρος.


(Η περιοχή της Μολδοβλαχίας)

Τα πρώτα χρόνια:

Ο Αλέξανδρος βρέθηκε σύντομα στην Πετρούπολη, πρωτεύουσα της τότε Ρωσικής Αυτοκρατορίας, για να τελειοποιήσει τις σπουδές του. Όταν ο πατέρας του τον άφησε, σαν να ήξερε πως ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε, του είπε «Παιδί μου, ποτέ μην ξεχάσεις πως οι Έλληνες μόνο απ’ τα χέρια τους πρέπει να περιμένουν την λευτεριά τους». Αυτή η φράση καταδεικνύει το πάθος για λευτεριά που φούντωνε στις καρδιές των νεαρών πριγκίπων.

   

    (Ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης με τους δύο γιούς του Αλέξανδρο και Δημήτριο)

Αλέξανδρος και Αλέξανδρος Α’:


Ο νεαρός πρίγκιπας σπούδασε με έξοδα του Ρώσου Τσάρου Αλέξανδρου Α’ στην στρατιωτική σχολή της αυτοκρατορικής φρουράς. Βγήκε υπολοχαγός την περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων, όπου και πολέμησε γεμίζοντας το όνομά του στις ημερήσιες διαταγές  και κερδίζοντας, πανάξια, τα γαλόνια του στην φωτιά της μάχης. Το 1813 στην μάχη της Δρέσδης έχασε και το αριστερό του χέρι, το μεγαλύτερο απ' τα παράσημά του, ενώ συμμετείχε και στο συμβούλιο της Βιέννης το 1815. 

(Ο Αλέξανδρος και ο Αλέξανδρος Α' της Ρωσίας)

Ωραίος, ψηλός, ευγενής, καλοσφηγμένος, ομιλητικός, αγαπημένος των γυναικών, ήταν ο αρχαιότερος όσων τριγύριζαν τον αυτοκράτορα και το καμάρι του παλατιού και των διαλεχτών σαλονιών της Πετρούπολης μετά την λήξη των πολέμων.   

Μα δεν ήταν μονάχα αυτά για το οποία ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ τον τίμησε με την φιλία του. Έμοιαζαν σαν δυο στάλες νερό. Είχαν και οι δύο γενναία φρονήματα, την ίδια ειλικρίνεια και παρρησία, τον ίδιο ιπποτισμό. Κι δύο ρομαντικοί και ονειροπόλοι, μέχρι δονκιχωτισμού. Ένα όμως σημείο που τους ένωνε, αλλά και τους χώριζε την ίδια στιγμή στην άβυσσο, ήταν το ενδιαφέρον για την Ελλάδα. 

Όμως το ενδιαφέρον του Τσάρου ήταν πολύ θεωρητικό. Ο Ελβετός συνταγματάρχης Λαάρπ, τον οποίο η Μεγάλη Αικατερίνη του τον είχε παραδώσει για να τον εκπαιδεύσει, του μιλούσε συνεχώς  για τις ελευθερίες, τις χειραφετήσεις λαών και τις Δημοκρατίες. Όμως δεν είχε παρατηρήσει την τρομερή έλλειψη πρακτικού μυαλού από τον Αυριανό Αυτοκράτορα. Έτσι κυμάτιζε όλη του την ζωή, ανάμεσα στο να προστατεύσει τους Έλληνες καις τους απολυταρχισμούς της Ιερής Συμμαχίας και του Μέτερνιχ.


Ο Υψηλάντης όμως ήταν Έλληνας, με διαφορετικό χαρακτήρα και δασκάλους. Ορμητικός καθώς ήταν, είχε πέσει στα χέρια του φανατικού πατριώτη Κωνσταντίνου Βαρδαλάχου. Αυτός του είχε ζωντανέψει, με πύρινα χρώματα, το περασμένα μεγαλεία του Ελληνισμού. Τον είχε κάνει τόσο περήφανο για την ευγενική και οικογενειακή καταγωγή του, που δεν δέχτηκε ποτέ να γίνει Ρώσος υπήκοος, Ρώσος στρατηγός, υπασπιστής του Τσάρου και παρέμεινε Έλληνας. Είχε υποχρεώσει την υπηρεσία του να τον προβιβάζει σύμφωνα με την κατάσταση των ξένων αξιωματικών που έμπαιναν στον ρωσικό στρατό.       

Συνεχίζεται...



 

Σχόλια