Σπύρος Ζαγοραίος: Ο βαρύμαγκας με την πιο ευαίσθητη ψυχή. Το κομμένο χέρι, η αγάπη του κόσμου και τα... θεατρικά



Σωτήρης Σουχλέρης

Η καριέρα του Σπύρου Ζαγοραίου είναι συνδεδεμένη, στα μάτια του κόσμου, με βαριά, μαγκιόρικα λαϊκά τραγούδια. "Εντε λα μαγκέ ντε βοτανίκ", "Ζήτω η αλητεία", "Ζεϊμπέκικο του πόνου", "Προσευχή", "Ποιος είσαι και από που κρατάς, "Βάλτε μου δυο γαρυφαλλιές" είναι μόνο μερικές από τις επιτυχίες του.

Κι όμως παρά την βαριά φωνή, την σκηνική παρουσία και την μάγκικη-παντελονάτη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα του, ο Σπύρος Ζαγοραίος υπήρξε ψυχούλα. Μια ψυχούλα που υπέφερε και ταλαιπωρήθηκε σε όλη την διάρκεια της ζωής του, αλλά δεν τα παράτησε ποτέ. Στάθηκε στα πόδια του και με όπλο την φωνή και σύμμαχο την γυναίκα του Ζωή, κατάφερε να γίνει σημαίνων σύμβολο του λαϊκού τραγουδιού και αγαπημένη φιγούρα των θαμώνων των λαϊκών κέντρων.


Ο ίδιος υποστήριζε πως άνθρωπος χωρίς ιδιοτροπίες δεν υπάρχει. «Ό,τι και να είναι, όσοι κανόνες και να υπάρχουνε, χωρίς ιδιοτροπίες δεν γίνεται. Με τη μόνη διαφορά να είναι καλές αυτές οι ιδιοτροπίες, να μην είναι κακές. Να μην υπάρχει μέσα τους το μίσος και η κακία, η ζήλια, ο φθόνος. Να είσαι κι εσύ ευθύς και εντάξει», είχε πει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως η ευθύτητα ήταν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της προσωπικότητά του.

Έχασε το χέρι του από χειροβομβίδα

Ο Σπύρος Ζαγοραίος γεννήθηκε στον Άγιο Αρτέμιο (Γούβα) του Παγκρατίου στις 23 Ιουνίου 1928, όμως στα 15 του χρόνια ακρωτηριάστηκε. Όσο για το κομμένο χέρι του, είχε εξομολογηθεί: 

«Η ιστορία του χεριού είναι μεγάλη και πικρή για μένα. Τότε, μέσα στον πόλεμο, πηγαίναμε στην περιοχή Κοντοπήγαδο στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης και μαζεύαμε χόρτα. Καθώς μάζευα, λοιπόν, βρήκα μέσα στα χόρτα ένα κουτάκι με ένα καρφί από πάνω. Το κουτάκι αυτό, λοιπόν, το πήρα στο σπίτι. Επειδή οι γονείς μάς είχαν φοβίσει με διάφορα, το έκρυψα μέσα στα χόρτα και το έβαλα μέσα στο δωματιάκι μου. Όταν έφυγε ο πατέρας και η μάνα μου, πήρα το σκεπάρνι και αρχίζω και το χτυπάω. Σε μια στιγμή ήρθαν οι τοίχοι κάτω. Δεν έμεινε τίποτα από το σπίτι. 



Το κουτάκι αυτό ήταν χειροβομβίδα. Το χειρότερο απ' όλα, όμως, ήταν ότι όσοι Έλληνες κι αν πέρασαν από τη Λεωφόρο, κανένας δεν σταμάτησε για να δει το 13χρονο παιδάκι που τα αίματα από το σώμα του έτρεχαν ποτάμι. Κανένας! Τότε ήρθε ένας χωριάτης της περιοχής και λέει της μάνας μου: "Κυρα-Φώτω, πρέπει το παιδί να το πάτε σε νοσοκομείο, θα σας πεθάνει". Είχα χάσει πολύ αίμα. Τότε η μάνα μου, σαν τρελή στάθηκε στη μέση της Λεωφόρου και άρχισε να φωνάζει κλαίγοντας να σταματήσει κάποιο από τα αυτοκίνητα. Κανένας Έλληνας δεν σταμάτησε! Ξέρεις ποιοι με έσωσαν; Δύο Γερμανοί γιατροί οι οποίοι σταμάτησαν με το αυτοκίνητό τους και με πήγαν στο Γενικό Κρατικό. Αν δεν ήταν αυτοί, θα είχα πεθάνει. Είχα σε όλο μου το σώμα τραύματα. Ακόμα και σήμερα έχω θραύσματα στα μάτια μου».

       

Και με το ένα χέρι στο... κουρμπέτι

Γράμματα δεν έμαθε, αλλά η καλή φωνή του τον οδήγησε κατευθείαν στο λαϊκό τραγούδι. Ξεκίνησε το 1947 - 48 παίζοντας, με συνομήλικά του νέα παιδιά, καντάδες, αλλά και τα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Μπήκε στην δισκογραφία το 1952. Το πρώτο του τραγούδι το ηχογράφησε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1952 και λεγόταν "το κουρμπέτι", σε μουσική και στίχους Β. Τσιτσάνη. Δεύτερες φωνές τότε του έκανε η Ευ. Μαυροπούλου. Το κομμάτι γίνεται επιτυχία και ο ίδιος καθιερώνεται αμέσως συνεχίζοντας να ηχογραφεί νέα τραγούδια.



Μετά ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 άρχισε να τον συνοδεύει στο τραγούδι η σύζυγός του Ζωή και μαζί δημιούργησαν ένα από τα δημοφιλέστερα ντουέτα του λαϊκού τραγουδιού. Ουσιαστικά, εκείνη την εποχή, εκείνος μαζί με την γυναίκα του, τους Καζαντζίδη-Μαρινέλλα και τον Πάνο Γαβαλά με την Ρία Κούρτη, "συναγωνίζονταν" για το καλύτερο δίδυμο των πάλκων.

Η καταξίωση



Συνεργάστηκε με τα σπουδαιότερα ονόματα της εποχής, τον θρυλικό Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γεράσιμο Κλουβάτο,  τον Δημήτρη Γκόγκο – Μπαγιαντέρα και τους Σπύρο Περιστέρη, Απόστολο Καλδάρα, Πάνο Τούντα, Γιώργο Μητσάκη, Θόδωρο Δερβενιώτη, αλλά έχει γράψει πολλά τραγούδια και ο ίδιος. Ανάμεσά τους το «Ε ντε λα μαγκέν», «Άναψε το τσιγάρο», «Προσευχή», «Μες της πόλης το χαμάμ», «Στης Λαρίσης το ποτάμι», «Τρελοκόριτσο» και πολλά άλλα. 

Με την Odeon συνεργάστηκε μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 60. Για ένα διάστημα συνεργάστηκε με τη Sonata του Πάνου Γαβαλά και αργότερα ξεκίνησε τη συνεργασία του με άλλες εταιρίες, όπως, την Panivar, στις οποίες έκανε επανεκτελέσεις πολλά παλιά τραγούδια, με μια πιο ρεμπέτικη και μάγκικη διάθεση, ξανατραγούδησε παλιές του επιτυχίες κι έγραψε και μερικά νέα, ιδιότυπα τραγούδια.

Τα... θεατρικά

Ο Ζαγοραίος, πέρα από μεγάλη φωνή, θα μπορούσε, με περίσσια άνεση, να κάνει καριέρα και στο θέατρο. Γιατί το λέμε αυτό; Λοιπόν ακούστε το παρακάτω απόσπασμα από μια εμφάνισή του, όπου τραγουδά το "Όλες είσαστε ίδιες" και μα το θεό απορούμε πως δεν έχασε τα λόγια του απ' τα γέλια.



Του άρεσε να διασκεδάζει το κοινό του με αυτοσχέδια, μουσικά, σκετσάκια αλλάζοντας την φωνή του. Το κατάφερνε πολύ εύκολα και μοίραζε γέλιο άφθονό. Ο κόσμος τον λάτρευε και ο ίδιος εισέπραττε με τεράστια χαρά και ικανοποίηση την αγάπη του. 

Η μουσική ήταν η ζωή του όλη, ενώ σε παλαιότερη συνέντευξή του δήλωνε: 

«Εμένα μ’ αρέσει πάρα πολύ να τραγουδάω, όλη μου η ζωή αυτό είναι. Και στον δρόμο που πάω εγώ σφυράω, όταν δεν τραγουδάω. Και ξέρετε και κάτι; Αν έρθει ένας καιρός και δεν μπορώ πια να τα λέω τα τραγούδια όπως πρέπει, εγώ θα πηγαίνω στα μαγαζιά και θα τους λέω: “Πόσα θέλετε να σας δώσω, να σας πω δυο τραγούδια;»



Η Αγάπη των ομογενών

Από το 1965 πραγματοποίησε πολλές συναυλίες στην Ελλάδα και σε χώρες του εξωτερικού που ζουν Έλληνες. Το 1982 εμφανίστηκε, για δεύτερη φορά στο Λονδίνο, όπου μαζί με τους εκεί Έλληνες γιόρτασε τραγουδώντας το νέο έτος. Γενικότερα οι μετανάστες είχαν και έχουν λατρεία για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, καθώς τους θύμιζε την πατρίδα που άφησαν. Γι αυτό και θαύμαζαν, σε υπερβολικό βαθμό, τους λαϊκούς τραγουδιστές που εμφανιζόντουσαν στις χώρες τους. Ευτυχώς για εμάς η γιορτή αυτή έχει μαγνητοσκοπηθεί και σας την φέρνουμε για να την απολαύσετε.



Έως και τα τελευταία σχεδόν χρόνια της ζωής του εξακολουθούσε την καλλιτεχνική του δραστηριότητα στο Αιγάλεω Αττικής, όπου διέμενε και είχε δημιουργήσει κάτω από το σπίτι του το λαϊκό κέντρο «Εντε λα μαγκέν».

Το τέλος

«Όχι. Εγώ το θάνατο δεν τον θέλω έτσι στην πίστα. Θέλω να μου δώσει μια "νταν", και να φύγω χωρίς να το καταλάβω καθόλου», ήταν τα λόγια του. Ο Σπύρος Ζαγοραίος έπασχε από Πάρκινσον.«Είμαι άρρωστος, έχω αυτή την αρρώστια και με ταλαιπωρεί πάρα πολύ. Τι να κάνω όμως; Έτσι είναι η ζωή», είχε πει σε συνέντευξή του. Δυσκολευόταν να περπατήσει και περνούσε τον περισσότερο καιρό σπίτι του με τη γυναίκα του Ζωή, τη μόνη γυναίκα που αγάπησε -όπως είχε πει.

Το ζευγάρι ζούσε με μια σύνταξη και τα έφερνε δύσκολα βόλτα, όμως είχαν μάθει να αντέχουν στα δύσκολα, όπως τότε που έχασαν τον γιο τους, που τον απέκτησαν το 1949 μέσα στον Εμφύλιο.


                                              (Η τελευταία φωτογραφία του ζεύγους Ζαγοραίου)

«Πάει και το παιδάκι μου. Έφυγε κι αυτός από καρκίνο. Σε ηλικία 49 ετών. Τώρα απέκτησα το δισέγγονο και μου δίνει ζωή αυτό», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του, προσθέτοντας πως «μετά από αυτό κατέπεσα. Πόνος, θλίψη και τίποτε άλλο. Αλλά τι να κάνουμε έτσι είναι η ζωή».

Ο Σπύρος Ζαγοραίος πέθανε στις 20 Οκτωβρίου 2014, σε ηλικία 86 ετών





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις